Άγχος, κατάθλιψη και τραύμα οι κυριότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία
Άγχος, κατάθλιψη και τραύμα αποτελούν τις κυριότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία των ανθρώπων, όπως εξηγεί ο ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, Σπύρος Καλημέρης.
Με την κλιματική αλλαγή να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τις επιπτώσεις της καθημερινά να είναι παραπάνω από ορατές, οι επιστήμονες κρούουν των κώδωνα του κινδύνου όχι μόνο για τα όσα επιφέρει στην σωματική υγεία αλλά και στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.
Σύμφωνα με τον κ. Καλημέρη, η κλιματική αλλαγή δημιουργεί συνθήκες απειλής με αποτέλεσμα αυτή η κατάσταση να προκαλεί στρες στους περισσότερους ανθρώπους.
«Είναι φυσιολογικό να στρεσαριστούμε μπροστά σε έναν κίνδυνο και είναι κι επιθυμητό γιατί θα κινητοποιηθούμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Συχνά αυτό όμως ξεφεύγει από το επιθυμητό. Η αντίδραση στρες γίνεται πιο έντονη, με διάρκεια, και τελικά δυσκολευόμαστε να την διαχειριστούμε με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε πρόβλημα ψυχικής υγείας.
Τρία είναι τα κεντρικά ζητήματα ψυχικής υγείας που μπορούν να δημιουργηθούν, άγχος, κατάθλιψη και τραύμα», σημειώνει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Πρόσφατη έρευνα μάλιστα που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από την Focus Bari / YouGov κατέδειξε ότι πάνω από 70% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την ψυχική υγεία και την ευημερία των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την έρευνα, περίπου το 70% αισθάνεται ψυχολογική δυσφορία με τα ακραία καιρικά φαινόμενα ενώ μεγάλο μέρος των ερωτηθέντων νιώθει ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής προσθέτουν περαιτέρω άγχος στην καθημερινή μας ζωή.
Ιδιαίτερη επιβάρυνση στην ψυχική τους υγεία έχουν όσοι έχουν βιώσει άμεσα τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών και έχουν βρεθεί στο σημείο, όπου αυτές έχουν συμβεί.
«Όσοι έχουν βιώσει άμεσα τις συνέπειες μιας φυσικής καταστροφής, μιας πυρκαγιάς πχ, ή μιας πλημμύρας ή ενός σεισμού μπορεί να υποστούν, κυρίως οι πιο ευάλωτες ομάδες, μία έντονη αντίδραση στρες που να τους οδηγήσει σιγά σιγά σε τραύμα. Από την άλλη, κάποιοι μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη, ειδικά μάλιστα αν έχουν βιώσει, οποιουδήποτε είδους απώλεια, ή αν έχουν αναγκαστεί να φύγουν από το μέρος όπου ζουν ή εργάζονται. Κάποιοι, ακόμη, μπορεί να μην το αντιμετωπίσουν σωστά καταφεύγοντας στη χρήση αλκοόλ ή ουσιών», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Καλημέρης.
Σύμφωνα με τον κ. Καλημέρη αυτό που έχει παρατηρηθεί, κυρίως στο εξωτερικό, είναι το “κλιματικό άγχος” (eco-anxiety), που ουσιαστικά είναι ο φόβος για το τι θα συμβεί στο μέλλον λόγω της κλιματικής αλλαγής.
«Έχει αναπτυχθεί ένα αίσθημα φόβου για το τι θα γίνει στο μέλλον, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα κι αν θα μπορούμε να ζήσουμε στον πλανήτη ομαλά. Όλο αυτό δημιουργεί μια άλλη ανασφάλεια, μια ανησυχία, που στο εξωτερικό ονομάζεται ‘’eco-anxiety”», σημειώνει ο κ. Καλημέρης.
Παράλληλα στρεσογόνο παράγοντα μπορεί να αποτελέσουν ακόμα και οι αυξημένες θερμοκρασίες, ενώ οι σωματικές επιπτώσεις, όπως, θερμοπληξία, άσθμα, αλλεργίες, και γενικότερα αναπνευστικές παθήσεις μπορούν έμμεσα να προκαλέσουν επιβάρυνση στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.
Για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία, χρειάζονται, σύμφωνα με τον κ. Καλημέρη, δράσεις σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.
«Είναι καλό που πλέον έχει υπάρξει μια αυξημένη αναγνώριση του προβλήματος. Το επόμενο βήμα είναι να αναγνωριστεί η ψυχική επιβάρυνση που μπορεί να προκαλέσει η κλιματική αλλαγή. Να γίνει αποδεκτό από τον κόσμο ότι μπορεί να επηρεαστεί η ψυχική υγεία απ’ αυτό και να ζητηθεί βοήθεια αν χρειάζεται.
Οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν υποστεί τραύμα, έχουν αναπτύξει άγχος ή έχουν κατάθλιψη, καλό θα είναι, να στραφούν στους ειδικούς ώστε σιγά σιγά να λάβουν βοήθεια για να διαχειριστούν το πρόβλημα καλύτερα. Υπάρχει όμως και το συλλογικό επίπεδο που σχετίζεται με την κοινότητα.
Μια κατάσταση κινδύνου κι απειλής κάνει τους ανθρώπους να έρχονται πιο κοντά και να ζητούν βοήθεια ο ένας από τον άλλον. Η αύξηση δηλαδή των κοινωνικών επαφών είναι κάτι που τους βοηθάει, καθώς είναι διαφορετικό κανείς να νιώθει μόνος του και διαφορετικό να νιώθει ότι είναι μέρος μιας ομάδας», υπογραμμίζει ο κ. Καλημέρης προσθέτοντας ότι ναι μεν οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει το πρόβλημα, υπάρχει, ωστόσο πολύς δρόμος ακόμη.
«Η επιστημονική κοινότητα έχει δώσει κάποια δεδομένα οπότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναβαθμίσουν το πρόβλημα και να κάνουν περισσότερα πράγματα», τονίζει.
Τέλος, αρκετά εκτεθειμένα είναι τα άτομα εκείνα που κατά τη διάρκεια φυσικών καταστροφών, χρειάζεται λόγω του επαγγέλματός τους να βρίσκονται στις περιοχές όπου συντελούνται.
«Σίγουρα έχουν προσαρμοστεί στην επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους και στις αυξημένες ανάγκες της εργασίας τους, αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι δεν επηρεάζονται.
Την ώρα της απειλής βρισκόμαστε σε μία κατάσταση μάχης οπότε αυτό μας κάνει εκείνη την ώρα να αντιδρούμε σωστά, καθώς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε τον κίνδυνο.
Μετά όμως μπορεί να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, να δημιουργείται άγχος ή σκέψεις για το τι θα μπορούσε να γίνει αν κάτι δεν είχε πάει καλά και στο τέλος να αισθανθούμε φόβο ακόμη και για τη ζωή μας», αναφέρει ο κ. Καλημέρης.