Άνοια: Πώς το βάρος γέννησης του μωρού συνδέεται με την εμφάνιση της νόσου στη μητέρα
Ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Χάρβαρντ στη Βοστώνη διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες που γεννούν μωρά με βάρος λιγότερο από 2,5 κιλά έχουν περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν άνοια και προβλήματα μνήμης.
Πώς διεξήχθη η μελέτη για το βάρος γέννησης του μωρού και την άνοια στη μητέρα
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Neurology της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας και όπως αναφέρει η συγγραφέας της μελέτης Diana Soria-Contreras, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ: «Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι τα άτομα που έχουν γεννήσει μωρά με χαμηλό βάρος γέννησης έχουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και υψηλής αρτηριακής πίεσης. Η μελέτη μας διαπίστωσε ότι το ιστορικό γέννησης παιδιού με χαμηλό βάρος γέννησης μπορεί επίσης να αποτελεί δείκτη φτωχότερης νόησης αργότερα στη ζωή».
Για τη μελέτη ζητήθηκε από 15.323 γυναίκες με μέση ηλικία 62 ετών να συμπληρώσουν μια σειρά δοκιμασιών σκέψης και μνήμης. Όλες οι συμμετέχουσες είχαν γεννήσει τουλάχιστον μία φορά.
Οι γυναίκες κλήθηκαν επίσης να συμπληρώσουν μια έρευνα σχετικά με τις εγκυμοσύνες τους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν επιπλοκών, των αποτελεσμάτων του τοκετού και άλλων πληροφοριών.
Τι έδειξαν τα αποτελέσματα
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, 1.224 γυναίκες είχαν γεννήσει παιδί με χαμηλό βάρος γέννησης, το οποίο ορίστηκε ως λιγότερο από 2,5 κιλά για εγκυμοσύνες που διήρκεσαν περισσότερο από 20 εβδομάδες.
Οι γυναίκες συμπλήρωσαν επίσης μια σειρά από τεστ σκέψης και μνήμης. Στη συνέχεια, η ομάδα εξέτασε τις βαθμολογίες των τεστ, καθώς και την ικανότητα των συμμετεχόντων να ανταποκρίνονται γρήγορα και με ακρίβεια σε μια κατάσταση. Όσες είχαν υψηλότερη βαθμολογία είχαν καλύτερη μνήμη και ικανότητες σκέψης.
Όσον αφορά τα τεστ μνήμης, υπήρξε διαφορά -0,05 στις βαθμολογίες μεταξύ των ατόμων που είχαν γεννήσει με χαμηλό βάρος γέννησης και εκείνων που δεν είχαν γεννήσει λιποβαρή μωρά. Για τα τεστ ταχύτητας και προσοχής, η διαφορά αυτή ήταν -0,06.
Συνολικά, διαπίστωσαν οι ερευνητές, ο αντίκτυπος στη μνήμη και την ικανότητα σκέψης ήταν ισοδύναμος με ένα έως δύο χρόνια γήρανσης για τα άτομα που είχαν γεννήσει βρέφος με χαμηλό βάρος γέννησης. Τα ευρήματα έδειξαν επίσης ότι η ύπαρξη πολλαπλών γεννήσεων με χαμηλό βάρος γέννησης μείωσε τις βαθμολογίες των συμμετεχόντων.
Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν το βάρος γέννησης και τη γνωστική λειτουργία, όπως η ηλικία των συμμετεχόντων, το αν κάπνιζαν και αν είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση.
Ωστόσο, δεν είναι ακόμη γνωστό γιατί υπάρχει η σχέση μεταξύ της γνωστικής λειτουργίας και του χαμηλού βάρους γέννησης. Προηγούμενες έρευνες έχουν υποδείξει ότι προγεννητικοί παράγοντες -όπως το μητρικό στρες, οι λοιμώξεις και η διατροφή- μπορούν να επηρεάσουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου και ενδεχομένως να επηρεάσουν τον κίνδυνο για άνοια αργότερα στη ζωή.
Η Soria-Contreras δήλωσε στο Newsweek: «Δεν υπάρχει επαρκής έρευνα για να κατανοήσουμε πλήρως τους μηχανισμούς πίσω από αυτές τις συσχετίσεις ή να προσδιορίσουμε αν εμπλέκονται γενετικοί παράγοντες. Ένας πιθανός μηχανισμός που εικάζουμε είναι η παρουσία αγγειακών παραγόντων στη μητέρα».
Και πρόσθεσε πως η μη βέλτιστη ικανότητα της μητέρας να αναπτύσσει νέα αιμοφόρα αγγεία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη ανάπτυξη του εμβρύου και να έχει επιπτώσεις στη γνωστική λειτουργία μακροπρόθεσμα. Αυτός είναι μόνο ένας πιθανός μηχανισμός. «Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για την καλύτερη κατανόηση αυτών των συσχετίσεων» κατέληξε η Soria-Contreras.
Πηγή: oloygeia.gr