Ανησυχητική η μεταδοτικότητα διφθερίτιδας στην Ευρώπη – Τι ζητά το ECDC

Παρά τη σταδιακή μείωση των αναφερόμενων κρουσμάτων μετά από ένα μεγάλο ξέσπασμα το 2022, η διφθερίτιδα εξακολουθεί να καταγράφεται στην Ευρώπη, με τα περιστατικά να παραμένουν περισσότερα σε σχέση με τα χρόνια πριν το 2020. Νέα έκθεση αξιολόγησης κινδύνου από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) που δημοσιεύθηκε σήμερα επισημαίνει ότι η συνεχιζόμενη κυκλοφορία της διφθερίτιδας, που προκαλείται από το Corynebacterium diphtheriae (C. diphtheriae), ενδέχεται να επηρεάσει πληθυσμούς πιο ευάλωτους στη μόλυνση. Υπό αυτά τα δεδομένα, το Κέντρο προτείνει στοχευμένα μέτρα δημόσιας υγείας για την προστασία αυτών που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο.

Από τον Ιανουάριο του 2023 έχουν αναφερθεί συνολικά 234 κρούσματα διφθερίτιδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση/Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ/ΕΟΧ). Ένα σημαντικό ποσοστό αυτών αφορά άτομα πιο ευάλωτα στη διφθερίτιδα, όπως άστεγους, κατοίκους ή εργαζομένους σε δομές φιλοξενίας, μετανάστες και χρήστες ενέσιμων ναρκωτικών.

«Το γεγονός ότι βλέπουμε λοιμώξεις από διφθερίτιδα σε ευάλωτους πληθυσμούς εντός της ΕΕ/ΕΟΧ δείχνει ότι υπάρχει αδιάγνωστη κυκλοφορία της νόσου στην κοινότητα. Αυτό είναι ανησυχητικό και απαιτεί εντατικοποίηση των προσπαθειών για την αντιμετώπιση των εμποδίων στον εμβολιασμό αυτών των ομάδων. Οι επιτυχημένες εκστρατείες εμβολιασμού έχουν σχεδόν εξαλείψει τη διφθερίτιδα, αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι οι επαγγελματίες υγείας είναι λιγότερο εξοικειωμένοι με τα συμπτώματά της. Η ενίσχυση της επίγνωσης, η ταχεία διάγνωση και η άμεση δημόσια υγειονομική αντίδραση είναι ζωτικής σημασίας», δήλωσε ο Bruno Ciancio, Επικεφαλής του Τμήματος Άμεσα Μεταδιδόμενων και Προλαμβανόμενων με Εμβόλια Νοσημάτων του ECDC.

Πριν το 2020, ο μέσος ετήσιος αριθμός κρουσμάτων διφθερίτιδας στην ΕΕ/ΕΟΧ ήταν 21 περιστατικά. Το 2022 καταγράφηκαν 320 περιπτώσεις, κυρίως σε πρόσφατα αφιχθέντες μετανάστες που είχαν εκτεθεί στο βακτήριο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Οι περισσότερες περιπτώσεις σχετίζονταν με τρεις γενετικούς τύπους: ST377, ST384 και ST574.

Από τα τέλη του 2022, έξι ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Τσεχία, Γερμανία, Νορβηγία, Πολωνία και Ελβετία) έχουν διαγνώσει 82 περιπτώσεις διφθερίτιδας που προκλήθηκαν από έναν από τους γενετικούς τύπους του ξεσπάσματος του 2022. Τουλάχιστον 25 περιπτώσεις αφορούν άτομα αστέγους, χρήστες ναρκωτικών, ανεμβολίαστους ή ηλικιωμένους.

Παρόλο που το ECDC αξιολογεί τον κίνδυνο για τον γενικό πληθυσμό ως πολύ χαμηλό, χάρη στην υψηλή εμβολιαστική κάλυψη κατά της διφθερίτιδας στις περισσότερες χώρες της ΕΕ/ΕΟΧ, ο κίνδυνος είναι μέτριος για πληθυσμούς που είναι πιο ευάλωτοι στη μόλυνση.

Άτομα που δεν έχουν εμβολιαστεί κατά της διφθερίτιδας και μολυνθούν, μπορεί να παρουσιάσουν δερματικές λοιμώξεις ή αναπνευστική διφθερίτιδα, η οποία μπορεί να είναι θανατηφόρα σε ποσοστό 5−10% των περιπτώσεων. Στους πληθυσμούς με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, οι περισσότερες λοιμώξεις είναι ασυμπτωματικές ή ήπιες. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να εμφανιστεί διφθερίτιδα σε πλήρως εμβολιασμένους, και ο εμβολιασμός είναι ενταγμένος στα εθνικά προγράμματα εμβολιασμού σε όλη την Ευρώπη.

Σύμφωνα με το ECDC, η σπανιότητα της νόσου και η ποικιλία της κλινικής της εικόνας σημαίνουν ότι οι γιατροί μπορεί να δυσκολεύονται να την αναγνωρίσουν. Είναι κρίσιμο να αυξηθεί η επαγρύπνηση στους ιατρούς και όσους εργάζονται με ευάλωτους πληθυσμούς, ώστε να εξασφαλιστεί η σωστή διάγνωση, η έγκαιρη θεραπεία και η δήλωση των κρουσμάτων στις αρμόδιες υγειονομικές αρχές.

Το ECDC εκδίδει τις εξής συστάσεις για τη μείωση του κινδύνου σοβαρής λοίμωξης στους πιο ευάλωτους και τον περιορισμό της κυκλοφορίας του C. diphtheriae στην κοινότητα:

  • Ενίσχυση της ενημέρωσης μεταξύ των επαγγελματιών υγείας και όσων εργάζονται με ευάλωτους πληθυσμούς σχετικά με τις διαφορετικές μορφές εμφάνισης της διφθερίτιδας.
  • Υλοποίηση δράσεων προαγωγής υγείας, ειδικά σχεδιασμένων για πληθυσμούς που είναι πιο πιθανό να εκτεθούν στο βακτήριο, και ενίσχυση της επικοινωνίας με αυτές τις ομάδες.
  • Διασφάλιση ισότιμης πρόσβασης στον εμβολιασμό, προσφέροντας εμβόλια σε άτομα που είναι πιο εκτεθειμένα στον κίνδυνο.
  • Τακτική αξιολόγηση της διαθεσιμότητας αντιτοξίνης διφθερίτιδας (DAT) για θεραπεία, τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
  • Βελτίωση της επιτήρησης για την έγκαιρη ανίχνευση περιστατικών και κατανόηση των προτύπων μετάδοσης.

Πηγή: ygeimaou.gr