Αντιγήρανση: Ανακαλύψτε τα δύο αθλήματα που μακραίνουν τη ζωή
Δεν χρειάζεται να αναζητάτε άλλο το μυστικό της αντιγήρανσης σε ακριβές κρέμες και θεραπείες αντιγήρανσης, ειδικές διατροφές και στα γιατροσόφια των γιαγιάδων. Δανοί και Σουηδοί ερευνητές αποκαλύπτουν ότι το μυστικό της αντιγήρανσης κρύβεται σε μια αθλητική δραστηριότητα ιδιαίτερα αγαπητή στους άντρες αλλά λίγο λιγότερο αγαπητή συνολικά στις γυναίκες: στο ποδόσφαιρο αλλά και στο όχι και τόσο δημοφιλές χάντμπολ. Η έρευνα μάλιστα αφορούσε γυναίκες, οπότε μήπως ήρθε η ώρα να αναθεωρήσουμε και να βάλουμε τα χαρακτηριστικά αθλητικά παπούτσια με τις τάπες και να ξεχυθούμε στο γήπεδο;
Στην προκειμένη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Scientific Reports, οι ερευνητές διερεύνησαν τις επιπτώσεις της συστηματικής και δια βίου άσκησης στα γήπεδα ποδοσφαίρου, συνδυάζοντας δύο από τα κεντρικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γήρανσης, τα τελομερή και τα μιτοχόνδρια. Ανακάλυψαν ότι το ποδόσφαιρο και το χάντμπολ είχαν θετική επίδραση στο μήκος των τελομερών και στη μιτοχονδριακή λειτουργία στις γυναίκες. Η έρευνα αφορούσε 129 υγιείς και μη καπνίστριες γυναίκες που χωρίστηκαν σε τέσσερα γκρουπ: τις ελίτ ποδοσφαιρίστριες (18-30 ετών), τις γυναίκες που δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο στην ομάδα ελέγχου στην ίδια ηλικιακή ομάδα, ηλικιωμένες παίχτριες χάντμπολ ( 60-80 ετών) και μια ομάδα ελέγχου που αποτελείτο από γυναίκες της ίδιας ηλικίας που δεν προπονούνταν στο χάντμπολ.
Οι γυναίκες που ήταν αθλήτριες για μια ζωή, τόσο του ποδοσφαίρου όσο και του χάντμπολ, παρουσίασαν σημαντική κυτταρική αντιγήρανση. Ειδικότερα, οι νεαρές ποδοσφαιρίστριες παρουσίασαν μεγαλύτερο μήκος τελομερών και υψηλότερο αριθμό αντιγραφής mtDNA σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο, ενώ οι ηλικιώμενες παίχτριες χάντμπολ έδειξαν υγιή μιτοχόνδρια σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου που δεν ασχολιόταν συστηματικά με το χάντμπολ.
Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά όπως το εξηγούν οι επιστήμονες; «Το DNA μας βρίσκεται σε δομές που ονομάζονται χρωμοσώματα. Με κάθε κυτταρική διαίρεση, τα άκρα των νημάτων του DNA, τα τελομερή, γίνονται όλο και μικρότερα. Αυτή η διαδικασία είναι που μας κάνει να γερνάμε» εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής Muhammad Asghar του Τμήματος Ιατρικής του Karolinska Institutet καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «τα ομαδικά σπορ όπως το ποδόσφαιρο και το χάντμπολ βοηθούν τις γυναίκες να διατηρήσουν μακρύτερα τα τελομερή και υγιή τα μιτοχόνδρια των κυττάρων. Ενδεχομένως έτσι να αυξηθεί το εύρος της υγείας τους και, τελικά, η διάρκεια της ζωής τους, καθώς μικρότερα τελομερή και δυσλειτουργίες στα μιτοχόνδρια συνδέονται με μια σειρά από ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία και τη θνησιμότητα».
Ας μιλήσουμε όμως με αριθμούς: οι νεαρές ποδοσφαιρίστριες παρουσίασαν εώς και περίπου 23% μακρύτερα τελομερή σε συγκεκριμένα κύτταρα αίματος σε σύγκριση με τις γυναίκες της ίδιας ηλικιακής ομάδας που δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο σύμφωνα με την επικεφαλής μεταδιδακτορική καθηγήτρια της έρευνας Marie Hagman από το Τμήμα Επιστήμης του Αθλητισμού και Κλινικής Βιομηχανικής του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας. Επιπλέον, για τις γυναίκες 60-80 ετών που έπαιζαν χάντμπολ, παρατηρήθηκαν θετικές επιδράσεις στην υγεία των μιτοχονδρίων των κυττάρων, επιβεβαιώνοντας τις αντιγηραντικές ιδιότητες των ομαδικών αθλημάτων σύμφωνα με τον καθηγητή της έρευνας Peter Krustrup από το ίδιο πανεπιστήμιο.
Τα συγκεκριμένα ευρήματα μάλιστα έρχονται να συμπληρώσουν αποτέλεσματα άλλης έρευνας σε άντρες ποδοσφαιριστές, κατά τα οποία οι ποδοσφαιριστές ηλικίας 60-80 ετών είχαν άριστη φυσική κατάσταση σε σύγκριση με άντρες της ίδιας ηλικιακής ομάδας που δεν έπαιζαν ποδόσφαιρο. Το πόρισμα αυτό προκύπτει από τη βελτιωμένη αερόβια ικανότητα τους, τη μυϊκή μάζα, την πυκνότητα των οστών και τη νεότερη βιολογική ηλικία των κυττάρων που αξιολογήθηκαν από το μήκος των τελομερών.
«Αυτά τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά επειδή οι διαφορές στο μήκος των τελομερών αυτού του μεγέθους δεν εντοπίζονται κανονικά σε νέους συμμετέχοντες. Πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι πρόκειται για μια συγχρονική μελέτη και τα ευρήματά μας πρέπει να επιβεβαιωθούν από μελλοντικές τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές» καταλήγει η Marie Hagman.