Διαβήτης: Η διατροφή που αδυνατίζει και οδηγεί σε ύφεση της νόσου
Νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Diabetologia έδειξε ότι μια διατροφή χαμηλής ενέργειας (θερμίδων) με υποκατάστατα γευμάτων είναι η πιο αποτελεσματική μέθοδος διαχείρισης του βάρους και της ύφεσης της νόσου σε ενηλίκους με διαβήτη τύπου 2, ενώ το μακροθρεπτικό περιεχόμενο δεν είναι σημαντικό για τα αποτελέσματα.
Η έρευνα διενεργήθηκε από τον καθηγητή Mike Lean, τον Δρ. Chaitong Churuangsuk και συναδέλφους τους από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, του Κέιμπριτζ και του Οτάγκο. Η ομάδα ανέλυσε δημοσιευμένες μετα-αναλύσεις σχετικά με το ποιος τύπος διατροφής είναι καλύτερος για την επίτευξη και διατήρηση της απώλειας βάρους σε ενηλίκους με διαβήτη τύπου 2.
Η απώλεια βάρους είναι κρίσιμη για τη διαχείριση και την ύφεση του διαβήτη τύπου 2, καθώς έχει αποδειχθεί πως βελτιώνει όλους τους σχετικούς παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου και μειώνει την ανάγκη του ασθενούς για φάρμακα.
Στη μελέτη UK DiRECT, σχεδόν το 80% των έως και έξι χρόνια πασχόντων από διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι έχασαν πάνω από 10 κιλά και διατήρησαν αυτή την απώλεια βάρους, παρέμειναν σε ύφεση από τον διαβήτη για τουλάχιστον δύο χρόνια.
Οι ερευνητές συνέλεξαν και επανεξέτασαν συστηματικά όλες τις σχετικές δημοσιεύσεις από δοκιμές μετα-ανάλυσης της διατροφής για τη διαχείριση του βάρους σε πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 και όλες τις μελέτες που έχουν αναφέρει ύφεση της νόσου.
Η ανάλυσή τους βρήκε ότι η μεγαλύτερη απώλεια βάρους επιτεύχθηκε με τύπους διατροφής με ολιγοθερμιδικά υποκατάστατα, που χρησιμοποιούνται ως «Συνολική Αντικατάσταση Διατροφής» (400-500 kcal/ημερησίως) για 8-12 εβδομάδες, η οποία οδήγησε σε μεγαλύτερη κατά 6,6kg μέσο όρο απώλεια βάρους συγκριτικά με διατροφές χαμηλής ενέργειας βασισμένες σε τρόφιμα (1.000-1.500 kcal/ημερησίως).
Βρέθηκε, επίσης, πως η φόρμουλα αντικατάστασης γευμάτων είναι ανώτερη από τις μεμονωμένες διατροφές χαμηλής ενέργειας βασισμένες σε τρόφιμα, πετυχαίνοντας μεγαλύτερη κατά 2,4kg απώλεια βάρους μέσα σε 12-52 εβδομάδες. Τα δημοσιευμένα στοιχεία έδειξαν, ακόμη, ότι οι διατροφές χαμηλών υδατανθράκων δεν ήταν καλύτερες από αυτές υψηλών υδατανθράκων (χαμηλών λιπαρών) για την απώλεια βάρους.
Για την ύφεση του διαβήτη τύπου 2, δεν υπάρχουν άμεσες συγκρίσεις μεταξύ των τύπων διατροφής, αλλά οι δημοσιευμένες μελέτες έδειξαν καλύτερα ποσοστά ύφεσης της τάξης του 46-61% στους 12 μήνες με προγράμματα που περιλαμβάνουν φόρμουλα «Συνολική Αντικατάσταση Διατροφής» των 830 kcal/ημερησίως για 12 εβδομάδες, ακολουθούμενη από μια διατροφή χαμηλών σχετικά λιπαρών και υψηλών υδατανθράκων και γεύματα αντικατάστασης για μακροχρόνια διαχείριση. Με τις διατροφές χαμηλών υδατανθράκων, τα αναφερόμενα ποσοστά ύφεσης είναι πολύ χαμηλότερα, στο 4%-19% όσων δοκίμασαν τη διατροφή.
«Η μεσογειακή διατροφή, η διατροφή υψηλών μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, η χορτοφαγική και η διατροφή χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη πέτυχαν όλες ελάχιστη (0,3-2 kg) ή καμία διαφορά από τις συμβατικές διατροφές σχετικά χαμηλών λιπαρών/υψηλών υδατανθράκων. Τα στοιχεία, αν και ποικίλλουν σε ποιότητα, είναι ιδιαίτερα συνεπή, δείχνοντας ότι κανένας τύπος διατροφής δεν είναι ανώτερος των άλλων για τη διαχείριση του βάρους στον διαβήτη τύπου 2», σχολιάζει οι ερευνητές και καταλήγουν:
«Οι δημοσιευμένες μετα-αναλύσεις των τύπων διατροφής για τη διαχείριση του βάρους στους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 δεν υποστηρίζουν την πρόταση κάποιου συγκεκριμένου μακροθρεπτικού προφίλ έναντι άλλων. Η διατροφή πολύ χαμηλών θερμίδων και τα υποκατάστατα γευμάτων είναι οι πιο αποτελεσματικές προσεγγίσεις, παρέχοντας σε γενικές γραμμές λιγότερη ενέργεια από μια κανονική διατροφή».
Καταληκτικά, ένας περιορισμός των δοκιμών που εξετάστηκαν στη μελέτη είναι ότι τα οφέλη από τη διαχείριση του βάρους εξαρτώνται εκτενώς από τον μακροχρόνιο έλεγχο του βάρους, ενώ τα περισσότερα από τα υπάρχοντα διαθέσιμα στοιχεία σχετίζονται μόνο με βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα. Η μακροχρόνια επιτυχημένη διαχείριση του βάρους μπορεί να απαιτεί διαφορετικές συμπεριφορικές στρατηγικές από αυτές που είναι αποτελεσματικές για τη φάση απώλειας βάρους. Οι δοκιμές που έχουν αναφέρει δεδομένα μετά τους 12 μήνες είναι λίγες, γι’αυτό και η επιστημονική ομάδα τονίζει: «Χρειάζεται καλή έρευνα για να αξιολογηθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο βάρος, τον έλεγχο του σακχάρου, τα κλινικά αποτελέσματα και τις επιπλοκές του διαβήτη».