Διαδικτυακό εργαλείο αξιολόγησης κινδύνου προβλέπει με ασφάλεια την ανάγκη εισαγωγής σε ΜΕΘ μετά το χειρουργείο
Ένα ψηφιακό μοντέλο οκτώ μεταβλητών που ανέπτυξαν αμερικανοί γιατροί μπορεί με ελάχιστα αντικειμενικά δεδομένα να καθορίσει εκ των προτέρων τη μετεγχειρητική κατανομή των κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ).
Το ψηφιακό εργαλείο αναπτύχθηκε στο University of Colorado Anschutz Medical και μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αν ένας ασθενής που εισάγεται σε ένα νοσοκομείο για να χειρουργηθεί τελικά θα χρειαστεί εισαγωγή σε ΜΕΘ μετά την επέμβαση.
Ακόμη και πριν από την πανδημία της COVID-19 τα κρεβάτια των ΜΕΘ ήταν περιορισμένα. Η πανδημία επιδείνωσε την ανησυχία για την ανεύρεση μιας κλίνης ΜΕΘ, αφού μείωσε τη διαθεσιμότητά τους στο ελάχιστο. Ιδιαίτερη ανησυχία για τους χειρουργούς ήταν και εξακολουθεί να είναι το εάν θα βρεθεί κρεβάτι ΜΕΘ για ασθενείς μετά από μια επέμβαση στην οποία πρέπει να υποβληθούν.
Μια ομάδα κλινικών γιατρών και ερευνητών από το Τμήμα Χειρουργικής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο βρήκε μια λύση χρησιμοποιώντας ένα σύστημα αξιολόγησης κινδύνου που ανέπτυξαν οκτώ χρόνια νωρίτερα. Η εργασία τους δείχνει ότι η ανάγκη για εισαγωγή σε ΜΕΘ μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια για κάθε ασθενή πριν από μια χειρουργική επέμβαση, επιτρέποντας στους κλινικούς γιατρούς να σχεδιάζουν αποτελεσματικά τη νοσηλεία των ασθενών και να αποφεύγουν καθυστερήσεις στη φροντίδα τους.
Σε πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα στο επιστημονικό περιοδικό Jama Surgery, αναλύονται χειρουργικά δεδομένα από σχεδόν 35.000 ασθενείς, στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2012 και 2018. Οι ερευνητές εισήγαγαν οκτώ προεγχειρητικές μεταβλητές σε ένα μοντέλο Προεγχειρητικής Αξιολόγησης Κινδύνου (Surgical Risk Preoperative Assessment System, SURPAS) και προέβλεψαν με ακρίβεια την ανάγκη χρήσης ΜΕΘ μετεγχειρητικά για εννέα χειρουργικές ειδικότητες, μεταξύ των οποίων η γενική χειρουργική, η γυναικολογία, η ορθοπεδική, η ωτορινολαρυγγολογία, η πλαστική χειρουργική, η θωρακοχειρουργική, η ουρολογική, η αγγειοχειρουργική και η νευροχειρουργική.
«Η ιδέα για αυτό το έργο προέκυψε πραγματικά όταν οι ΜΕΘ είχαν κατακλυστεί από ασθενείς με COVID-19», λέει ο Robert Meguid, MD, MPH, αναπληρωτής καθηγητής καρδιοθωρακικής χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου του Κολοράντο και συνεχίζει: «Επιλέγαμε τους ασθενείς που χρειάζονταν επειγόντως χειρουργείο, καθώς και τις επεμβάσεις που θα μπορούσαμε να κάνουμε με ασφάλεια ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους».
Προβλέποντας με ασφάλεια το ρίσκο της επέμβασης
Πριν από την ανάπτυξη του SURPAS, η προεγχειρητική εκτίμηση κινδύνου βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εμπειρία του κλινικού γιατρού. Στο SURPAS, το οποίο διατίθεται δωρεάν διαδικτυακά, οι κλινικοί γιατροί εισάγουν οκτώ μεταβλητές προεγχειρητικού κινδύνου για να προβλέψουν τις επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν στους ασθενείς έως και 30 ημέρες μετά την επέμβαση. Ανάμεσα στις μεταβλητές κινδύνου περιλαμβάνονται το είδος της χειρουργικής επέμβασης, η ηλικία του ασθενούς, η λειτουργική κατάσταση της υγείας του (δηλαδή πόσο ανεξάρτητος είναι στις καθημερινές του δραστηριότητες), η φυσική του κατάσταση, η ειδικότητα του χειρούργου και το επείγον της επέμβασης.
Αφού εισαχθούν οι οκτώ μεταβλητές, το SURPAS προχωρά σε εκτιμήσεις κινδύνου με βάση τα δεδομένα εθνικών διαδικασιών. Συγκρίνει τον προβλεπόμενο κίνδυνο μεμονωμένου ασθενούς που πρόκειται να χειρουργηθεί με τον μέσο κίνδυνο (σε εθνικό επίπεδο) για μετεγχειρητικές επιπλοκές εντός των επόμενων 13-30 ημερών, όπως είναι η απρογραμμάτιστη επανεισαγωγή στο νοσοκομείο, οι μολυσματικές ή καρδιακές επιπλοκές και ο θάνατος. Το SURPAS δημιουργεί εύκολα κατανοητές απεικονίσεις δεδομένων που συγκρίνουν τον ατομικό κίνδυνο ενός ασθενούς για δυσμενή έκβαση με τον εθνικό μέσο όρο κινδύνου για εκείνα τα αποτελέσματα που πρόκειται να έχει μετά τη διαδικασία της επέμβασης.
Ο Paul Rozeboom, MD, γιατρός γενικής χειρουργικής που διεξήγαγε την έρευνα μαζί με τον Meguid και την ερευνητική του ομάδα, λέει ότι στόχος της ανάλυσης δεδομένων ήταν να προσδιοριστεί εάν ένας ασθενής βρίσκεται σε χαμηλό, ενδιάμεσο ή υψηλό κίνδυνο, ώστε να χρειαστεί ΜΕΘ μετά την επέμβαση. Αυτό είναι ένα πραγματικά σημαντικό κομμάτι για το οποίο πρέπει να ενημερώνεται ένας ασθενής πριν από μια επέμβαση. «Από την έρευνα διαπιστώσαμε ότι οι ασθενείς ανακουφίζονται γνωρίζοντας εκ των προτέρων τη μετεγχειρητική τους πορεία. Αυτή η ενημέρωση μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση του άγχους πριν από μια χειρουργική επέμβαση», καταλήγει ο ίδιος.