Εμμηνόπαυση: Η μεγαλύτερη μελέτη για την ορμονοθεραπεία – Τελικά βλάπτει ή όχι;
Πριν από αυτό, όμως, μελέτες είχαν αναφέρει ότι οι μεσήλικες γυναίκες που λάμβαναν ορμονοθεραπεία είχαν χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου, εγκεφαλικού επεισοδίου, άνοιας, χρόνιων παθήσεων και θανάτου.
Σήμερα, λοιπόν, ο οργανισμός Πρωτοβουλία για την Υγεία των Γυναικών (Women’s Health Initiative – WHI), προχωρά σε ορισμένα αποκαλυπτικά ευρήματα. Καθώς οι γυναίκες που συμμετέχουν στις μελέτες του WHI παρακολουθούνται για δύο ακόμη δεκαετίες, έχει προκύψει μια πιο σαφής εικόνα των κινδύνων και των οφελών της ορμονοθεραπείας.
Τα ευρήματα, λοιπόν, συνεχίζουν να δείχνουν ότι η ορμονική θεραπεία δεν μειώνει τον κίνδυνο των γυναικών για προβλήματα υγείας που σχετίζονται με τη γήρανση, όπως καρδιακές παθήσεις ή κατάγματα ισχίου, σε αντίθεση με τις μελέτες πριν από το WHI. Ωστόσο, η ορμονοθεραπεία έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι τόσο επικίνδυνη για μεσήλικες γυναίκες που πλησιάζουν στην εμμηνόπαυση και βοηθά στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που σχετίζονται με αυτή την αλλαγή στη ζωή.
Η ορμονοθεραπεία ανακουφίζει με ασφάλεια τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης
Συγκεκριμένα, η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης μπορεί να ανακουφίσει με ασφάλεια τα συμπτώματα των γυναικών κατά την πρώιμη εμμηνόπαυση, σύμφωνα με στοιχεία από τη σημαντική μελέτη για την υγεία των γυναικών που δημοσιεύθηκε την 1η Μαΐου στο Journal of the American Medical Association.
Όπως δείχνουν τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της Πρωτοβουλίας για την Υγεία των Γυναικών (Women’s Health Initiative – WHI), γυναίκες κάτω των 60 ετών μπορούν να χρησιμοποιήσουν υποκατάσταση ορμονών για τη θεραπεία συμπτωμάτων όπως οι εξάψεις και οι νυχτερινές εφιδρώσεις χωρίς να αυξήσουν σημαντικά τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού ή άλλων προβλημάτων υγείας.
«Τα ευρήματα της WHI δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιηθούν ως λόγος άρνησης της ορμονικής θεραπείας σε γυναίκες στην πρώιμη εμμηνόπαυση που βιώνουν ενοχλητικά συμπτώματα», δήλωσε η κύρια ερευνήτρια και επικεφαλής προληπτικής ιατρικής στο Brigham and Women’s Hospital στη Βοστώνη, Δρ. JoAnn Manson, και συνέχισε:
«Πολλές γυναίκες είναι καλές υποψήφιες για θεραπεία και, με κοινή απόφαση με τους γιατρούς τους, θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν κατάλληλη και εξατομικευμένη υγειονομική περίθαλψη για τις ανάγκες τους».
«Επίσης, οι γυναίκες έχουν πλέον περισσότερες επιλογές για θεραπεία, όπως τα οιστρογόνα σε χαμηλότερες δόσεις και η διανομή τους μέσω του δέρματος ως έμπλαστρο ή τζελ, κάτι που μπορεί να μειώσει περαιτέρω τους κινδύνους. Διαθέσιμες είναι, επίσης, και μη ορμονικές θεραπείες», κατέληξε η Δρ. Manson.
Η WHI περιελάμβανε περισσότερες από 160.000 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας 50 έως 79 ετών. Η μελέτη παρακολούθησε τα ποσοστά καρδιακών παθήσεων, καρκίνου και καταγμάτων ισχίου και συμπεριέλαβε επίσης τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές σε περισσότερες από 68.000 γυναίκες για να δοκιμάσει πιθανές θεραπείες γήρανσης, όπως ορμονοθεραπεία ή ασβέστιο και συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D.
Οφέλη από τη δίαιτα χαμηλών λιπαρών και συμπληρωμάτων ασβεστίου και βιταμίνης D για τις γυναίκες
Αυτή η ενημέρωση της WHI, περιλαμβάνει επίσης νέες πληροφορίες σχετικά με την αξία της δίαιτας χαμηλών λιπαρών και των συμπληρωμάτων ασβεστίου και βιταμίνης D.
Αν και τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D δεν μειώνουν τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου σε μεσήλικες γυναίκες, οι ερευνητές σημείωσαν ότι αυτά τα συμπληρώματα μπορούν να βοηθήσουν να καλύψουν τα κενά θρεπτικών συστατικών σε εκείνες που δεν ακολουθούν μια ισορροπημένη διατροφή.
Εν τω μεταξύ, οι δίαιτες χαμηλών λιπαρών συνδέονται πλέον με μειωμένο κίνδυνο θανάτου από καρκίνο του μαστού, αναφέρουν οι ερευνητές. Προηγούμενα ευρήματα της WHI είχαν βρει ότι οι δίαιτες χαμηλών λιπαρών δεν μειώνουν τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού ή του παχέος εντέρου.
Οι ερευνητές συνιστούν στις γυναίκες να μιλήσουν με τους γιατρούς τους για το εάν μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά ή συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D θα ήταν καλό για αυτές.