Εκφράζονται φόβοι ότι η παράλληλη κυκλοφορία του SARS-CoV-2 και του ιού της γρίπης θα οδηγήσει σε ένα διπλό κύμα επιβάρυνσης.
Με το φθινόπωρο να βρίσκεται προ των πυλών, πυκνώνουν οι φωνές για διπλό κύμα επιβάρυνσης τους επόμενους μήνες, με ένα συνδυασμό της πανδημίας του κορωνοϊού και του ιού της γρίπης.
Ιός της γρίπης
Τον χειμώνα του 2010-2011 στη χώρα μας καταγράφηκαν 180 θάνατοι από εποχική γρίπη. Το αρνητικό αυτό ρεκόρ καταρρίφθηκε τον χειμώνα του 2015-2016. Τότε οι νεκροί ανήλθαν σε 197, ενώ την ίδια περίοδο περισσότεροι από 400 ασθενείς με σοβαρές επιπλοκές χρειάστηκαν κρεβάτι σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Τους δύο προηγούμενους χειμώνες ο SARS-CoV-2 εκτόπισε τα στελέχη της γρίπης, αποδεικνύοντας ότι ο εχθρός του κακού είναι το… χειρότερο. Το ερώτημα όμως είναι, τι θα γίνει φέτος αν η γρίπη επιστρέψει δριμύτερη.
Μικρή διασπορά λόγω των lockdowns
«Δεν χάθηκε ο ιός της γρίπης. Δεν εξαλείφθηκε. Απλώς η διασπορά του δεν ήταν μεγάλη εξαιτίας των lockdowns και της αυστηρής τήρησης των μέτρων, με αποτέλεσμα να μη βρίσκει πρόσφορο έδαφος να μεταδοθεί» σημειώνει ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE Ηλίας Μόσιαλος.
Και συνεχίζει: «Εφέτος όμως δεν γνωρίζουμε εάν θα τηρηθούν τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και υγιεινής όπως πέρυσι, επειδή ένας μεγάλος αριθμός εμβολιασμένων (οι οποίοι πλέον αποτελούν και την πλειονότητα) πιθανόν να θεωρήσουν ότι δεν υπάρχει η ανάγκη εφαρμογής τους. Συνεπώς, θα δημιουργηθούν συνθήκες εξάπλωσής του. Γι’ αυτό και ο ευάλωτος πληθυσμός θα πρέπει να κάνει απαραίτητα το αντιγριπικό εμβόλιο, όπως και του πνευμονιόκοκκου».
Επικίνδυνη η συνύπαρξη των ιών
Η συνύπαρξη των δύο ιών θα είναι στην πράξη περίπλοκη και ιδιαίτερα επικίνδυνη. «Δεν θέλουμε υπερφόρτωση των συστημάτων Υγείας λόγω πνευμονιών που θα προκληθούν από τον ιό της γρίπης, γιατί τότε η επιβάρυνση θα είναι διπλή. Και καθώς θα αυξηθεί η ζήτηση εντατικής φροντίδας, δεν θα πρέπει να φτάσουμε στο σημείο όπου δεν θα υπάρχουν διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ για τους υπόλοιπους ασθενείς» καταλήγει ο κ. Μόσιαλος.
Σε καμία περίπτωση όμως η γρίπη δεν είναι εξίσου μεταδοτική όπως ο κορωνοϊός, ούτε το αποτύπωμά της είναι εξίσου τραγικό. Η γρίπη, όπως τονίζει, σκοτώνει 400.000 – 600.000 ετησίως. Ο κορωνοϊός πάλι έχει στοιχίσει τη ζωή σε 4,55 εκατ. ανθρώπους, παρά τις πρωτόγνωρες προσπάθειες αναχαίτισής του.
Ωστόσο παραμένει μία ασθένεια «πολύ σοβαρή για τους ήδη ευάλωτους».
Πάνω από 4 εκατ. δόσεις αντιγριπικού εμβολίου
Το υπουργείο Υγείας στη χώρα μας επιχειρεί να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο αυτό μέσω παραγγελιών-μαμούθ αντιγριπικών εμβολίων, καθώς αναμένεται να υπερβούν τις 4 εκατ. δόσεις. Στα ψυγεία των φαρμακείων ήδη έχουν παραδοθεί οι πρώτες παραγγελίες, εν τούτοις η εμβολιαστική περίοδος ξεκινά κάθε έτος επίσημα το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου.
Το ημερολογιακό αυτό «ορόσημο» αποτελεί ακόμη μία επιστημονική… τρικλοποδιά στους κινδύνους που εγκυμονεί η γρίπη, στοχεύοντας σε ένα ισχυρό τείχος ανοσίας όταν τα επικίνδυνα στελέχη ξεκινούν την κυκλοφορία τους στη χώρα μας (δηλαδή στα μέσα με τέλη Νοεμβρίου, με την κυκλοφορία να εντείνεται ακόμη περισσότερο τον Δεκέμβριο).
Πρόσφατα στο θέμα αυτό έκανε ιδιαίτερη αναφορά και η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, σημειώνοντας ότι η σχετική εγκύκλιος – που θα ορίζει μεταξύ άλλων ποιες ομάδες πολιτών κρίνεται απαραίτητο να θωρακιστούν – είναι προς δημοσίευση.
Εμβολιασμός ακόμη και ταυτόχρονα
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; «Πως ο εμβολιασμός έναντι της λοίμωξης Covid-19 και του ιού της γρίπης μπορεί να γίνει ακόμη και ταυτόχρονα. Ο λόγος που συστήνουμε να απέχει η χορήγηση των εμβολίων λίγες ημέρες είναι γιατί το κάθε ένα μόνο του μπορεί να προκαλέσει ήπιες παρενέργειες – όπως για παράδειγμα ατονία, πυρετό, πόνο στο μπράτσο. Ενας στους δύο εκδηλώνει τέτοιες ενοχλήσεις και πιθανόν τα συμπτώματα αυτά να είναι πιο έντονα με τον διπλό εμβολιασμό» διευκρινίζει ο κ. Μανωλόπουλος.
Παρ’ όλα αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις – όπως για παράδειγμα σε απομακρυσμένες περιοχές, τις οποίες επισκέπτονται γιατροί ανά χρονικά διαστήματα – μπορεί να μην υπάρχει η πολυτέλεια της χρονικής απόστασης. «Ομως, δεν υπάρχει καμία βιολογική αλληλεπίδραση που να απαγορεύει την παράλληλη χορήγησή τους» υπογραμμίζει ο καθηγητής.