Η απότομη απώλεια όσφρησης ίσως είναι πρώιμο σημάδι Αλτσχάιμερ
Θα μπορούσε άραγε το μέλλον του προσυμπτωματικού ελέγχου άνοιας να περιλαμβάνει μια εξέταση της όσφρησης ενός ατόμου;
Η απάντηση είναι ναι, σύμφωνα με μια νέα μελέτη, που διαπίστωσε ότι η μείωση της όσφρησης ενός ατόμου θα μπορούσε να προβλέψει την απώλεια της νοητικής λειτουργίας του και να προειδοποιήσει για δομικές αλλαγές στον εγκέφαλο, οι οποίες είναι σημαντικές στην εξέλιξη του Αλτσχάιμερ.
“Αυτή η μελέτη παρέχει μια ακόμα ένδειξη για το πώς η ταχεία μείωση της όσφρησης μπορεί να είναι ένας πραγματικά καλός δείκτης του τι πρόκειται να καταλήξει να συμβεί δομικά σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου”, δήλωσε ο συν-συγγραφέας της έρευνας, δρ. Jayant Pinto, καθηγητής χειρουργικής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο.
Το ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ της όσφρησης και της άνοιας δεν είναι νέα πληροφορία. Οι πλάκες και άλλες αλλοιώσεις που συμβαίνουν στη νόσο του Αλτσχάιμερ εμφανίζονται συχνά σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την μυρωδιά και την μνήμη πριν εμφανιστούν σε άλλα μέρη του εγκεφάλου, σημείωσαν οι συγγραφείς της μελέτης.
Γι’ αυτήν την μελέτη, οι ερευνητές θέλησαν να δουν εάν ήταν δυνατό να εντοπιστούν αλλοιώσεις στον εγκέφαλο που συσχετίστηκαν με την απώλεια όσφρησης και διανοητικής ή γνωστικής λειτουργίας με την πάροδο του χρόνου.
“Η ιδέα μας ήταν ότι τα άτομα με ραγδαία φθίνουσα όσφρηση με την πάροδο του χρόνου θα ήταν σε χειρότερη κατάσταση -και πιο πιθανό να έχουν εγκεφαλικά προβλήματα, ή ακόμη και Αλτσχάιμερ- από τα άτομα που έχαναν σταδιακά ή είχαν μια σταθερή φυσιολογική όσφρηση”, είπε η Rachel Pacyna, τεταρτοετής φοιτήτρια ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγο και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε δεδομένα από 515 ηλικιωμένους από το πρόγραμμα Memory and Aging Project (MAP) του Πανεπιστημίου Rush.
Οι ερευνητές εξετάζουν ετησίως τους εθελοντές του MAP για την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν ορισμένες μυρωδιές, τη νοητική λειτουργία και τυχόν σημάδια άνοιας. Ορισμένοι συμμετέχοντες έχουν επίσης κάνει μαγνητική τομογραφία.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι η ταχεία μείωση της όσφρησης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κανονικότητας προέβλεπε μικρότερο όγκο φαιάς ουσίας στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την όσφρηση και την μνήμη. Προέβλεψε επίσης χειρότερη πνευματική λειτουργία και υψηλότερο κίνδυνο άνοιας σε αυτούς τους ηλικιωμένους ενήλικες.
Ο κίνδυνος ήταν παρόμοιος με το να φέρει κανείς το γονίδιο APOE-e4, το οποίο είναι ήδη γνωστός γενετικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη του Αλτσχάιμερ.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι οι αλλαγές ήταν πιο αισθητές στις πρωτογενείς οσφρητικές περιοχές (που σχετίζονται με την αίσθηση της όσφρησης) συμπεριλαμβανομένης της αμυγδαλής και του ενδορινικού φλοιού. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για τον ιππόκαμπο, ο οποίος είναι μια κρίσιμη εγκεφαλική περιοχή στη νόσο του Αλτσχάιμερ.
“Καταφέραμε να δείξουμε ότι ο όγκος και το σχήμα της φαιάς ουσίας στις οσφρητικές και σχετιζόμενες με την μνήμη περιοχές του εγκεφάλου των ατόμων με ταχεία μείωση της όσφρησής τους ήταν μικρότερα σε σύγκριση με άτομα που είχαν λιγότερο σοβαρή οσφρητική μείωση”, είπε ο δρ. Pinto.
Ωστόσο, η μελέτη ήταν περιορισμένη στο ότι οι συμμετέχοντες έλαβαν μόνο μία μαγνητική τομογραφία. Έτσι η ομάδα δεν μπόρεσε να εντοπίσει πότε ακριβώς ξεκίνησαν οι δομικές αλλαγές σε αυτούς τους εγκεφάλους.
“Πρέπει να αναλύσουμε την μελέτη μας στο πλαίσιο όλων των παραγόντων κινδύνου που γνωρίζουμε για το Αλτσχάιμερ, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων της διατροφής και της άσκησης. Η όσφρηση και η αλλαγή στην όσφρηση θα πρέπει να είναι ένα σημαντικό συστατικό στο πλαίσιο μιας σειράς παραγόντων που πιστεύουμε ότι επηρεάζουν τον εγκέφαλο”, είπε ο δρ. Pinto.
Ένας άλλος περιορισμός είναι ότι οι συμμετέχοντες ήταν μόνο λευκοί ενήλικες. Προηγούμενη μελέτη της ομάδας είχε δείξει έντονες διαφορές ανά φυλή.