Αποτελεί παραδοσιακό “σπορ” των ανθρώπων, και δη των Ελλήνων, η κριτική για το σώμα ενός συνανθρώπου μας. Αυτό συντελεί στην δημιουργία αρνητικού συναισθήματος που ευνοεί την εκδήλωση διατροφικών διαταραχών, όπως η συναισθηματική υπερφαγία, η οποία σχετίζεται με το body shaming (ελληνιστί: ντρεπόμαστε για το σώμα μας)
Η συναισθηματική υπερφαγία είναι η κατανάλωση ποσότητας τροφής περισσότερης από το φυσιολογικό για ένα άτομο, σε χρονική διάρκεια πολύ συγκεκριμένη μέσα στην ημέρα, γίνεται ανεξάρτητα από τη σωματική πείνα και ικανοποιεί καθαρά συναισθηματικούς λόγους. Ο άνθρωπος τρώει όχι επειδή πεινάει ή δεν έχει χορτάσει αλλά επειδή εκτονώνει κάποια άσχημα συναισθήματα μέσα από το φαγητό.
Για τα αίτια της συναισθηματικής υπερφαγίας, τους τρόπους αντιμετώπισής της και για το body shaming, μίλησαν στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η ψυχολόγος- ψυχοθεραπεύτρια Μαρία Σγούρου και ο διαιτολόγος- διατροφολόγος Αναστάσης Παρασίδης.
Τα αίτια της συναισθηματικής υπερφαγίας
«Η συναισθηματική υπερφαγία είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο», σημειώνει η κ.Σγούρου. Η αιτιολογία του αφορά ενδοατομικούς, διατομικούς και κοινωνικούς παράγοντες. «Στους ενδοατομικούς παράγοντες συμπεριλαμβάνεται μία βιολογική προδιάθεση. Φαίνεται πως υπάρχει κληρονομικότητα στην υπερφαγία και μια δυσκολία στη νευροδιαβίβαση του εγκεφάλου. Διατομικοί παράγοντες είναι μία προδιάθεση στο άγχος και τη θλίψη. Οι διαταραγμένες σχέσεις με τους σημαντικούς άλλους, οι οποίες υπήρχαν από νωρίς στη ζωή και συνεχίζουν να υφίστανται και στην ενηλικίωση, μπορούν να οδηγήσουν στην υπερφαγία. Το ίδιο ισχύει και για τους παγιωμένους δυσλειτουργικούς τρόπους επαφής. Μέσα από δυσλειτουργικές σχέσεις, με τις οποίες έχει κανείς μάθει να ζει, μαθαίνει και να προσαρμόζεται δυσλειτουργικά για να μπορέσει να επιβιώσει. Και φυσικά υπάρχουν οι κοινωνικοί παράγοντες, το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, το οποίο συνδέεται με την εκδήλωση της υπερφαγίας. Υπάρχουν έρευνες που λένε πως άνθρωποι που βρίσκονται σε χαμηλό κοινωνικοοικονομικό status έχουν περισσότερες πιθανότητες να εκδηλώσουν υπερφαγία. Οι κοινωνικές πιέσεις είτε από συνομήλικους είτε από ομοίους, η οικονομική κρίση και τώρα η κρίση του κορονοϊού, η καραντίνα που βιώσαμε, η ανασφάλεια για το μέλλον μπορούν να οδηγήσουν σε εκτόνωση μέσα από το φαγητό και επομένως και σε επεισόδια υπερφαγίας», εξηγεί η κ. Σγούρου.
Η υπερφαγία είναι ένα μικρό κομμάτι του παγόβουνου
Η συναισθηματική υπερφαγία χρειάζεται ψυχική υποστήριξη από ψυχολόγο και ενίσχυση από διατροφολόγο. «Η δουλειά του ψυχολόγου έχει να κάνει με τη νοηματοδότηση και με την αναζήτηση των δυσλειτουργικών μοτίβων επαφής. Όταν κάποιος άνθρωπος εκδηλώσει υπερφαγία είναι ένα μόνο σύμπτωμα. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα που τον βασανίζουν είναι πολύ πιο βαθιά και η υπερφαγία είναι μόνο ένα κομματάκι του παγόβουνου», σημειώνει η κ. Σγούρου.
«Η δουλειά του διατροφολόγου είναι να ενισχύσει τη δουλειά του ψυχολόγου και να εξασκήσει τον άνθρωπο στην ενσυνείδητη διατροφή, να τον εκπαιδεύσει στη διατροφική αξία των τροφίμων και να του μάθει να κοιτάει πόσο θρεπτικά είναι τα τρόφιμα και όχι το πόσες θερμίδες έχουν», αναφέρει ο διατροφολόγος Αναστάσης Παρασίδης.
«Στο πρώτο στάδιο», προσθέτει, «πρέπει να του δώσουμε να καταλάβει ότι οποιαδήποτε μορφή δίαιτας είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν δεν λυθεί το ψυχολογικό πρόβλημα, δηλαδή αν δεν αντιμετωπιστεί η αιτία. Οι άνθρωποι αυτοί λύνουν τα προβλήματα με τα τρόφιμα, δηλαδή οποιαδήποτε ικανοποίηση και ηρεμία έρχεται από το φαγητό. Αν τους δώσουμε ένα διατροφικό πλάνο και συγκεκριμένες ποσότητες τροφίμων, πολύ εύκολα μπορεί να το «σπάσουν» και αυτό τους κάνει να αγχωθούν, να θυμώσουν με τον εαυτό τους και για να αντιμετωπίσουν αυτό το άγχος θα οδηγηθούν πάλι σ’ ένα υπερφαγικό επεισόδιο. Οπότε εκπαιδεύουμε κάποιον διατροφικά να εστιάσει στο τι διατροφικά συστατικά έχει ένα τρόφιμα και όχι πόσες θερμίδες έχει».
Η κατηγοριοποίηση και οι χαρακτηρισμοί αρρωσταίνουν
«Ο ρόλος του διατροφολόγου είναι να δει πόσο υγιής είναι ο άνθρωπος κι όχι να τον κατατάσσει σε κατηγορίες και χαρακτηρισμούς, όπως: «είσαι υπέρβαρος», «είσαι παχύσαρκος», «έχεις πολλά κιλά» κλπ. Αυτά, κατά τη γνώμη μου, «αρρωσταίνουν» τους ανθρώπους», υπογραμμίζει ο κ. Παρασίδης. Παράλληλα τονίζει ότι δουλειά του διατροφολόγου είναι να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να έχει μια πιο υγιή καθημερινότητα, εξετάζοντας αν τρέφεται μέσα στην ημέρα, εάν λιμοκτονεί ή υπερβάλλει στο φαγητό, αν ενυδατώνεται, εάν ασκείται, εάν κοιμάται αρκετά και αν ξεκουράζεται.
To body shaming και η διαχείρισή του
Το body shaming αφορά την τάση των ανθρώπων να κριτικάρουν τους άλλους ή ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό με βάση αποκλειστικά και μόνο την εξωτερική εμφάνιση και ευνοεί την εκδήλωση διατροφικών διαταραχών. Αφορά γυναίκες και άντρες και εμφανίζεται από τη μέση παιδική ηλικία και μετά.
«Έχει παρατηρηθεί, τα τελευταία χρόνια, ότι ο μέσος όρος ηλικίας πέφτει. Ακόμη και μικρά παιδιά κάνουν και υφίστανται body shaming πια. Υπάρχει μία συσχέτιση με επαγγέλματα που βρίσκονται στον χώρο των social media, της μόδας, συγκεκριμένου αθλήματος, σε κάποια είδη χορού, όπου οι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στο να υποστούν body shaming. Όλοι οι σωματότυποι μπορούν να γίνουν αντικείμενο body shaming: ο χοντρός, ο λεπτός, ο ψηλός, ο κοντός. Είναι η κοκκινομάλλα, είναι το μαλλί αφάνα, είναι ο φαλακρός… Επίσης, αφορά το μέγεθος των γεννητικών οργάνων στους άντρες, το πόσο μυώδες είναι ένα ανδρικό σώμα. Έχει να κάνει και με τη θηλυκότητα, με τη σεξουαλικότητα, με το ντύσιμο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό», αναφέρει η κ. Σγούρου.
Η διαχείριση body shaming μπορεί να γίνει με ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και ενδυνάμωση. «Ενημερώνουμε τον κόσμο και ονοματίζουμε τις δύσκολες καταστάσεις που μπορεί να προκαλέσουν το body shaming. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι έχουν οδηγηθεί στην αυτοκτονία, έχουν αναγκαστεί να αλλάξουν σχολείο, να φύγουν από σχέσεις, από δουλειές, δεν βρίσκουν δουλειά εξαιτίας του body shaming. Χρειάζεται να ενημερωθεί ο κόσμος ότι δεν είναι απλά ένα σχόλιο, δεν είναι κάτι απλό για κάποιους ανθρώπους, αλλά έχει σοβαρό συναισθηματικό αντίκτυπο. Ευαισθητοποιούμε έτσι το κοινό, ευαισθητοποιούμε ανθρώπους για να αναζητήσουν βοήθεια, να το αναγνωρίζουν στο περιβάλλον τους και να του βάζουν ένα φρένο, όπου είναι δυνατόν. Αν κάποιος φτάσει σε σημείο να ζητήσει βοήθεια ψυχικής υγείας έχουμε την ενδυνάμωση του ανθρώπου που υφίσταται body shaming ώστε να νιώθει πιο οριοθετημένος, να μην πλήττεται τόσο έντονα, να μάθει να διεκδικεί, να οριοθετεί τον χώρο του και τον χρόνο του μέσα στον κόσμο, τη θέση του στην κοινωνία. Θεραπευτική προσέγγιση χρειάζεται και ο άνθρωπος που κάνει body shaming σε άλλους γιατί κι εκείνος βρίσκεται σε μία μεγάλη συναισθηματική δυσφορία, αλλά αυτός σπάνια ζητά βοήθεια», επισημαίνει η κ. Σγούρου.