Ο κορονοϊός τον έστειλε στην εντατική και κάθε μέρα που περνούσε οι ελπίδες λιγόστευαν. Ο Γιώργος Λεβέντης όμως τα κατάφερε. Μπορεί να έχασε 32 κιλά, μπορεί η καθημερινότητά του να είναι πλέον δύσκολη, όμως ο εφιάλτης που έζησε ανήκει στο παρελθόν…
Η Ρόδος λίγο καιρό πριν προσευχόταν για τον Γιώργο Λεβέντη από τις Καλυθιές, που κόλλησε κορονοϊό, διασωληνώθηκε πρώτα στο νοσοκομείο της Ρόδου και έδινε για μήνες τη μάχη για τη ζωή του στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Χωρίς να ακούει, χωρίς να ανταποκρίνεται και με τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις να τον επισκέπτονται και να πληθαίνουν μέρα με τη μέρα.
Τώρα έχει επιστρέψει στο νησί, νικητής. Εμφανώς αδυνατισμένος, αλλά ζωντανός, Έχοντας δυσκολία στο βάδισμα, αλλά να περπατά. Αισθάνεται ευγνώμων στους γιατρούς και ευλογημένος που ξέφυγε από τον εφιάλτη που του άλλαξε τη ζωή και την κοσμοθεωρία. Τώρα ξέρει ότι αξία έχει η ζωή και όλα τ’ άλλα έρχονται. Πόσο απλό και ταυτόχρονα πόσο δύσκολο είναι να το κατανοήσεις αυτό όταν το ποτάμι της καθημερινότητας, σε παίρνει και σε σηκώνει…
Με συνέντευξή του, στη rodiaki.gr, περιγράφει όλα όσα θυμάται από τους μήνες που πέρασαν: «Τελευταία, πριν βγω από το νοσοκομείο «Σωτηρία», όταν ήρθε η νευρολόγος να με δει, αφού διάβασε το ιστορικό μου, μού λέει «πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος και γι’ αυτό ο Θεός σ’ έστειλε πίσω. Μ’ όλα αυτά που διαβάζω στον φάκελό σου, άνθρωπος δεν τη βγάζει καθαρή». Όταν τέσσερις μήνες μετά την ημέρα της διασωλήνωσής μου επέστρεψα στη Ρόδο, άκουσα για όλο αυτό τον αγώνα που έκαναν για εμένα οι φίλοι, οι γνωστοί και περισσότερο η γυναίκα μου η Μαρία.
Από την ώρα που μπήκα στο νοσοκομείο της Ρόδου και μετά, δεν θυμάμαι τίποτα. Ξεκίνησα από το σπίτι μου Κυριακή πρωί, Μάρτιο μήνα, με το αυτοκίνητό μου για το νοσοκομείο της Ρόδου ενώ ήδη είχα συμπτώματα επί δύο μέρες τα οποία αντιμετώπιζα στο σπίτι. Μέχρι τότε ακόμη ούτε η σύζυγός μου, ούτε τα πεθερικά μου που και οι τρεις νόσησαν στη συνέχεια και νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο της Ρόδου, είχαν συμπτώματα. Εγώ ήμουν ο πρώτος.
Πήγα στο νοσοκομείο γιατί το οξυγόνο μου έπεφτε κάτω από αυτό που μου είχαν πει να προσέχω. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα. Στην κατάσταση διασωλήνωσης που βρισκόμουν έφτιαχνα ιστορίες στο μυαλό μου, ζούσα στον δικό μου κόσμο, σε μία παράλληλη, φανταστική ζωή. Αφού όταν επανήλθα ρωτούσα: «ο τάδε ζει;
Κάποια στιγμή με ξύπνησαν κι αυτό που ήθελα ήταν να φύγω να πάω στο σπίτι μου, γρήγορα. Δεν ήμουν έτοιμος να με επαναφέρουν, δεν ανταποκρινόμουν όσο θέλανε, αλλά είχα και νεύρα και ήθελα να φύγω. Ήταν τα ισχυρά φάρμακα. Όταν βγήκα από την εντατική ήμουν 32 κιλά λιγότερο. Μπήκα 96 κιλά, βγήκα 68 και τώρα πρέπει να είμαι γύρω στα 80.
Επειδή δεν θυμάμαι τίποτα από αυτό, όλοι μου λένε: «Γιώργο, μη φοβάσαι τίποτα, τα χειρότερα περάσανε, είσαι εδώ, είσαι μαζί μας, όλα καλά…», αν και σε πολλούς φαίνεται άσχημο αυτό που λέω, εγώ θα πω ότι ο Γολγοθάς, είναι τώρα. Εγώ επί τέσσερις μήνες τώρα που βγήκα από την εντατική, προσπαθώ να σταθώ στα πόδια μου.
Οι δύσκολες μέρες μετά τον κορονοϊό
«Όταν βγήκα από την εντατική, στα πόδια μου και λιγότερο στα χέρια μου, μυς δεν υπήρχαν. Ήτανε μόνο το δέρμα και το κόκκαλο. Όταν σήκωνα το χέρι μου το δέρμα κρεμότανε σαν να ήμουν 100 χρονών. Όταν πια συνήλθα και είδα τον εαυτό μου είπα: «δεν είναι δυνατόν, δεν πρόκειται να σηκωθώ όρθιος…». Δεν κουνούσα πόδια καθόλου.
Πήγα στο Κέντρο Αποκατάστασης «Θησέας» που είναι στη Συγγρού, για ενάμιση μήνα. Εκεί συναντάς τροχαία, εγκεφαλικά, Covid… Είχα έντονα κινητικά προβλήματα, όπως και συνεχίζω να έχω. Δεν μπορούσα να κινήσω τις πατούσες μου. Δεν γνωρίζω πότε θα επανέλθω. Ακόμη έχω πρόβλημα στις πατούσες, στο περπάτημα. Ο μυς έχει ατροφήσει. Οι γιατροί λένε θέλει χρόνο.
Η ζωή όλης της οικογένειάς μου ήρθε τα πάνω-κάτω. Νοσηλεύτηκαν κι εκείνοι, η γυναίκα μου και τα πεθερικά μου… Η μητέρα μου και τα παιδιά μου που συναναστραφήκαμε δεν πάθανε τίποτα. Και ο γιος μου στη φρεγάτα που υπηρετούσε, κόλλησαν 40 άτομα, και ούτε εκεί κόλλησε, ούτε εδώ.