Καρκίνος του εγκεφάλου: Νέα θεραπεία καταπολεμά τους επιθετικούς όγκους σε παιδιά έως και 100%!
Μια νέα προσέγγιση για τη θεραπεία θανατηφόρων όγκων του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού σε νέους και παιδιά έχει δείξει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα, παρουσιάζοντας σημαντικές κλινικές βελτιώσεις και ακόμη και πιθανή ύφεση σε μια πρόσφατη δοκιμή που πραγματοποιήθηκε σε ανθρώπους.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, που διεξήγαν τη δοκιμή, εξέτασαν την ασφάλεια και τα οφέλη από τη χρήση θεραπείας με κύτταρα CAR-T για τη στόχευση θανατηφόρων καρκίνων του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού στα παιδιά. Η κλινική δοκιμή έδειξε ότι η θεραπεία με κύτταρα CAR-T μπορεί να συρρικνώσει τους επιθετικούς όγκους του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού στους νεαρούς ασθενείς.
Τα διάχυτα γλοιώματα μέσης γραμμής, τα οποία προσβάλλουν κυρίως παιδιά και νεαρούς ενήλικες, είναι από τις πιο επιθετικές μορφές καρκίνου με διάμεσο χρόνο επιβίωσης περίπου ένα έτος. Από τους 11 συμμετέχοντες που συμμετείχαν στην πρόσφατη δοκιμή, οι εννέα εμφάνισαν σημαντικές κλινικές βελτιώσεις, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων των οποίων οι όγκοι μειώθηκαν κατά 52 έως 100%.
Ειδικότερα, ένας συμμετέχων, ο οποίος είχε «Διάχυτο Διηθητικό Γλοίωμα Γέφυρας» (DIPG), έναν επιθετικό καρκίνο με ποσοστό πενταετούς επιβίωσης κάτω του 1%, πέτυχε πλήρη ανταπόκριση, χωρίς ανιχνεύσιμο όγκο στις μέχρι στιγμής σαρώσεις. Ωστόσο, ακόμη και με δεδομένο το πολλά υποσχόμενο αποτέλεσμα, εξακολουθεί να θεωρείται «πολύ νωρίς για να πούμε αν έχει θεραπευτεί».
«Πρόκειται για μια παγκοσμίως θανατηφόρα ασθένεια για την οποία βρήκαμε μια θεραπεία που μπορεί να προκαλέσει σημαντική υποχώρηση του όγκου και κλινικές βελτιώσεις», δήλωσε η Δρ. Michelle Monje, επικεφαλής συγγραφέας της δοκιμής και καθηγήτρια νευρολογίας στο Stanford Medicine.
«Αν και υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να καταλάβουμε πώς να το βελτιστοποιήσουμε αυτό για κάθε ασθενή, είναι πολύ συναρπαστικό που ένας ασθενής είχε πλήρη ανταπόκριση. Ελπίζω ότι έχει θεραπευτεί», πρόσθεσε.
Πώς λειτουργεί η νέα θεραπεία για τον καρκίνο του εγκεφάλου;
Οι ερευνητές του Stanford Medicine ανακάλυψαν το 2018 ότι ορισμένες μορφές επιθετικών καρκινικών κυττάρων του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού παράγουν υψηλά επίπεδα ενός δείκτη που ονομάζεται GD2. Στη συνέχεια, έδειξαν ότι η χρήση κυττάρων CAR-T που στοχεύουν το GD2 μπορεί να εξαλείψει τον καρκίνο σε ζωικά μοντέλα.
Ακολούθως, η μελέτη προχώρησε σε μια κλινική δοκιμή σε ανθρώπους, η οποία είναι ακόμη σε εξέλιξη. Τα κύτταρα CAR-T αναπτύσσονται εξάγοντας τα Τ κύτταρα ενός ασθενούς και τροποποιώντας τα γενετικά για να στοχεύσουν έναν συγκεκριμένο μοριακό δείκτη που βρίσκεται στα καρκινικά κύτταρα.
Αυτά τα κατασκευασμένα κύτταρα στη συνέχεια εγχέονται πίσω στο σώμα του ασθενούς, όπου ξεκινούν μια ανοσολογική απόκριση για να επιτεθούν στον καρκίνο. Η θεραπεία με κύτταρα CAR-T έχει εγκριθεί από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) για τη θεραπεία καρκίνων του αίματος.
«Μια πορεία προς τη θεραπεία»
Τα αρχικά ευρήματα από 11 συμμετέχοντες στη δοκιμή δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό Nature. Η δοκιμή παρείχε στοιχεία ότι η θεραπεία με κύτταρα CAR-T βοήθησε με σοβαρά συμπτώματα που προκαλούνται από τους όγκους, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών αναπηριών που αναπτύσσονται καθώς η νόσος εξελίσσεται.
«Πιστεύω ότι υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες. Έχουμε ήδη παρατηρήσει εντυπωσιακές αποκρίσεις στις θεραπείες με κύυταρα CAR-Τ τόσο σε παιδικούς όσο και σε ενήλικους καρκίνους του εγκεφάλου, κάτι που είναι εξαιρετικά νέο δεδομένου του πόσο δύσκολης μπορεί να είναι η θεραπεία αυτών των όγκων», δήλωσε στο Euronews Health ο Δρ. Stephen Bagley, επίκουρος καθηγητής αιματολογίας-ογκολογίας και νευροχειρουργικής στο το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Ωστόσο, ο Δρ. Bagley, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, σημείωσε ότι ένας από τους κύριους περιορισμούς της θεραπείας είναι ότι δεν είναι «ομοιόμορφα αποτελεσματική» και ότι οι όγκοι ορισμένων ασθενών δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτές τις θεραπείες, ενώ άλλοι βιώνουν «εξαιρετικές απαντήσεις». «Ακόμα δεν γνωρίζουμε αρκετά για το ποιοι παράγοντες προβλέπουν την επιτυχία», σημείωσε.
Παρενέργειες από τη θεραπεία
Στην πρόσφατη δοκιμή, η θεραπεία προκάλεσε ορισμένες παρενέργειες όπως πυρετό και χαμηλή αρτηριακή πίεση, καθώς και νευρολογικές παρενέργειες λόγω φλεγμονής εντός του όγκου. Ο Δρ. Bagley εξήγησε επίσης ότι η «τοξικότητα» είναι ένας από τους κύριους τρέχοντες περιορισμούς αυτής της θεραπείας.
«Τα περισσότερα από αυτά τα προϊόντα σχετίζονται με νευροτοξικότητα που σχετίζεται με τη φλεγμονή στον εγκέφαλο που προκαλείται από τη θεραπεία», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι πρέπει να αναπτυχθούν στρατηγικές για να μετριάσουν τον κίνδυνο και να τον αντιμετωπίσουν όταν συμβεί.
«Παρ’ όλα αυτά, νομίζω ότι τόσο οι ερευνητές όσο και οι ασθενείς, είμαστε πρόθυμοι να ανεχτούμε κάποια παροδική τοξικότητα, εφόσον υπάρχει ουσιαστικό κλινικό όφελος», συμπλήρωσε ο Δρ. Bagley.
Η διάμεση επιβίωση μεταξύ των συμμετεχόντων ήταν 20,6 μήνες (1,7 έτη) μετά τη διάγνωση. Ένας συμμετέχων, ο Drew, παραμένει ζωντανός τέσσερα χρόνια μετά τη διάγνωση και έγινε ο πρώτος που πέτυχε πλήρη ανταπόκριση στη θεραπεία. Η περίπτωσή του έδωσε επίσης ελπίδα στους ερευνητές ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να προσφέρει μια βιώσιμη θεραπεία για επιθετικούς καρκίνους του εγκεφάλου σε νεαρή ηλικία.
Το μέλλον στην έρευνα κατά του καρκίνου του εγκεφάλου
Προς το παρόν, οι ερευνητές επικεντρώνονται στην κατανόηση των παραγόντων που ξεχώρισαν τους συμμετέχοντες με τα καλύτερα αποτελέσματα και συνεχίζουν να βελτιώνουν τη θεραπεία καθώς επιπλέον συμμετέχοντες εγγράφονται στη δοκιμή.
«Αν και αυτή η δοκιμή αντιπροσωπεύει πρόοδο, έχουμε ακόμη δουλειά να κάνουμε για να μειώσουμε την τοξικότητα της θεραπείας και να ενισχύσουμε το όφελος για τους ασθενείς. Αλλά τώρα έχουμε έναν δρόμο», δήλωσε η Δρ. Crystal Mackall, καθηγήτρια παιδιατρικής και ιατρικής στο Στάνφορντ.
«Η δουλειά μας σε αυτό το σημείο είναι να βελτιστοποιήσουμε αυτές τις θεραπείες. Θέλουμε να αυξήσουμε το ποσοστό των ασθενών που ανταποκρίνονται θετικά και να κάνουμε τις απαντήσεις πιο ανθεκτικές. Πιστεύω ότι σημειώνουμε πρόοδο σε αυτά τα μέτωπα και βλέπω μια μεγάλη πιθανότητα οι θεραπείες με CAR-Τ λεμφοκύτταρα να εγκριθούν για χρήση σε καρκίνους του εγκεφάλου τα επόμενα 5-10 χρόνια, και πιθανώς νωρίτερα, ανάλογα με το πώς πάνε τα πράγματα», κατέληξε ο Δρ. Bagley.
Πηγή: oloygeia.gr