Ένα σημαντικό «όπλο» της επιστήμης ενάντια στην πανδημία του κορονοϊού, τα μονοκλωνικά αντισώματα, φαίνεται να τίθεται «εκτός μάχης» εξαιτίας των νέων υπο-παραλλαγών της Όμικρον. Οι φόβοι εστιάζονται κυρίως στις υποπαραλλαγές της Όμικρον 5, BQ.1 και BQ.1.1 που δεν αποκλείεται να κυριαρχήσουν σύντομα σε όλη την Ευρώπη.
Όσο περισσότερο ο κορονοϊός δημιουργεί νέες παραλλαγές που «δραπετεύουν» ευκολότερα από την ανοσία, τόσο υπονομεύεται και μειώνεται η δράση και η αποτελεσματικότητα των μονοκλωνικών αντισωμάτων. Αυτό διαπιστώνουν οι επιστήμονες, οι οποίοι προσθέτουν πως γι’ αυτό το αποτέλεσμα ευθύνεται κυρίως η οικογένεια της Όμικρον με τις υπο-παραλλαγές της, χωρίς να είναι ακόμη σαφές τι θα συμβεί με τα νέα επικαιροποιημένα εμβόλια για την πανδημία.
Μιλώντας στο iatropedia.gr ο πρόεδρος της πενταμελούς Επιτροπής του Υπουργείου Υγείας που δίνει τις εγκρίσεις για τη χορήγηση των μονοκλωνικών και αντιιικών θεραπειών, Καθηγητής Πνευμονολογίας, Στέλιος Λουκίδης, διατυπώνει την ανησυχία του:
«Η άποψή μου είναι πως τα μονοκλωνικά έχουν «καεί» εξαρχής. Δηλαδή, ούτως ή άλλως εδώ και καιρό φάνηκε πως χάνουν τη δυναμική τους με κάθε παραλλαγή. Σκεφτείτε πως τα μονοκλωνικά που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική στην περίοδο της Δέλτα, φάνηκαν ανήμπορα να κάνουν κάτι στην Όμικρον», αναφέρει συγκεκριμένα.
Το ίδιο υποστηρίζουν και όσοι μελετούν την εξέλιξη του ιού.
Η υψηλή διαφυγή από την ανοσία ενδέχεται να πλήξει ευθέως τις προληπτικές θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα, τονίζει στο iatropedia.gr, ο Καθηγητής Kλινικής Ιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Γιώργος Σουρβίνος:
«Υπάρχουν δύο μελέτες που λένε ότι οι νέες υποπαραλλαγές μπορεί να εξουδετερώνουν τη δράση των μονοκλωνικών. Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα είναι πολύ άσχημο γιατί θα θέσει εκτός, ένα πολύ σημαντικό όπλο. Χάνουμε όπλα έτσι στη μάχη κατά της πανδημίας», σημειώνει.
Τι έχουν δείξει οι νεότερες μελέτες για τις νέες παραλλαγές
Τουλάχιστον 5 αναδυόμενες μεταλλάξεις, που προέρχονται από τις υποπαραλλαγές της Όμικρον ΒΑ.5 και BA.2, διαγκωνίζονται για το ποια, ή ποιες από αυτές, θα επικρατήσουν τελικά στον πλανήτη τον ερχόμενο χειμώνα.
Όλες έχει αποδειχθεί από πρόσφατες μελέτες, πως ακυρώνουν -ενδεχομένως και ολοκληρωτικά- τη δράση των μονοκλωνικών αντισωμάτων.
Μεγαλύτερη ανησυχία υπάρχει για τις παραλλαγές που φαίνεται να είναι πιο ανθεκτικές στις υπάρχουσες θεραπείες.
Πιο συγκεκριμένα, οι BA.2.75.2, BA.4.6, BF.7, BQ.1.1 και XBΒ έχει αποδειχθεί ότι αντιστέκονται στο Evusheld, το οποίο κυκλοφορεί και στην Ελλάδα και χρησιμοποιείται προληπτικά για την προστασία των ανοσοκατεσταλμένων ατόμων.
“Κατά τη γνώμη μου, τα μονοκλωνικά πιθανόν θα “καούν” πάλι», λέει ο Στέλιος Λουκίδης και εξηγεί: «Το Evusheld, που το δίνουμε για πρόληψη, βγήκε με τη μελέτη της Δέλτα ότι πρέπει να το δίνουμε σε συγκεκριμένη ποσότητα. Όταν ήρθε η Όμικρον είπαν πιθανόν πως δεν φτάνει αυτή η ποσότητα και χρειάζεται τη διπλάσια ποσότητα. Και τώρα με τις νεότερες μεταλλάξεις, λένε ότι μπορεί να “καίγεται” εντελώς αυτή η θεραπεία», τονίζει ο επιστήμονας.
Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη προληπτική θεραπεία έχει δοθεί μέχρι σήμερα σε περίπου 1.000 ανθρώπους με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα στη χώρα μας, μέσω της ειδικής πλατφόρμας που έχει δημιουργηθεί γι’ αυτόν τον σκοπό.
Επίσης, οι δύο μεταλλάξεις— XBB και BQ.1.1 — έχει αποδειχθεί από άλλες μελέτες, ότι είναι ανθεκτικές στη θεραπεία με το μονοκλωνικό αντίσωμα Bebtelovimab.
Η θεραπεία αυτή δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα αλλά στις ΗΠΑ, που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά της Όμικρον 4 και 5 και αποδείχθηκε εντελώς αναποτελεσματική.
Λουκίδης: «Μπορούμε να βασιστούμε στα αντιιικά»
«Τα αντιιικά φάρμακα, όπως όλα δείχνουν, θα εξακολουθήσουν να παραμένουν ισχυρά!», τονίζει με έμφαση ο Καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Στέλιος Λουκίδης και εξηγεί πως αυτό συμβαίνει γιατί συνδέονται με μηχανισμό δράσης που δεν υφίσταται αλλαγές λόγω των μεταλλάξεων:
«Νομίζω μόνο τα αντιιικά μπορούν να δουλέψουν σ’ αυτή τη φάση, γιατί μπαίνουν σε ένα μηχανισμό που δεν σχετίζεται με τις μεταλλάξεις, αλλά με τη μεταγραφή του ιού. Οπότε αυτός είναι ένας ενιαίος τρόπος αντιμετώπισης που δεν σχετίζεται σε καμία περίπτωση με τις μεταλλάξεις», τονίζει.
Σημειώνει δε πως η αποτελεσματικότητα των αντιιικών παραμένει υψηλή:
«Τα αντιιικά μπορεί να μην έχουν αποτελεσματικότητα στο 98%, όπως φάνηκε στις αρχικές μελέτες, αλλά πιστεύω πως η αποτελεσματικότητά τους ξεπερνά το 80%, που είναι πολύ καλό ποσοστό», καταλήγει ο Καθηγητής.