Κορωνοϊός: Πού εξακολουθεί να εντοπίζεται 7 μήνες μετά – Δεν είναι το αναπνευστικό

Νέα έρευνα αποκαλύπτει πως ο κορωνοϊός χτυπά πέρα από την αναπνευστική οδό και την εντερική οδό για εβδομάδες και μήνες μετά την αποβολή του ιού από τον οργανισμό.

Ειδικότερα, στην έρευνα περίπου 1 στους 7 ασθενείς με COVID-19 συνέχισε να αποβάλλει γενετικά υπολείμματα του ιού στα κόπρανα τουλάχιστον για 4 μήνες μετά την αρχική τους διάγνωση και πολύ αργότερα από τη στιγμή αποβολής του ιού από την αναπνευστική οδό, τόνισαν οι ερευνητές.

Αυτό πιθανά θα μπορούσε να αποτελέσει εξήγηση για το λόγο που κάποιοι ασθενείς της COVID-19 αναπτύσσουν γαστρεντερικά συμπτώματα όπως είναι ο κοιλιακός πόνος, η ναυτία και η διάρροια τόνισε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Ami Bhatt, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής και γενετικής στο Πανεπιστήμιο του Stanford.

«Βρήκαμε πως οι άνθρωποι που έχουν καθαρίσει από την αναπνευστική λοίμωξη- με την έννοια ότι έχουν πάψει να βγαίνουν θετικοί στους διαγνωστικούς ελέγχους – συνέχισαν να αποβάλλουν το  RNA του SARS-CoV-2 στα κόπρανά τους» τόνισε η Δρ. Bhatt και αυτοί οι ασθενείς σύμφωνα με τον ίδιο ήταν αυτοί που ανέφεραν υψηλή συχνότητα εμφάνισης γαστρεντερικών συμπτωμάτων.

Η μακροπρόθεσμη λοίμωξη στο έντερο μπορεί επιπλέον να συμβάλλει στα συμπτώματα της μακράς COVID για μερικούς ανθρώπους, πρόσθεσαν οι ίδιοι. Όπως τόνισε όμως η  Δρ. Bhatt «η μακρά COVID θα μπορούσε να αποτελεί μία συνέπεια της συνεχής ανοσολογικής απόκρισης στον SARS-CoV-2, αλλά επιπλέον θα μπορούσε να σημαίνει πως υπάρχουν άτομα που έχουν επίμονες λοιμώξεις που κρύβονται σε άλλες θέσεις και όχι στην αναπνευστική οδό, αλλά στη γαστρεντερική οδό».

Για τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Med, η ερευνητική ομάδα αξιοποίησε μία πρώιμη κλινική δοκιμή του Μαίου 2020 στο Stanford, που έλεγξε την πιθανή θεραπεία για την ήπια λοίμωξη από την COVID-19. Περισσότεροι από 110 ασθενείς ελέγχθηκαν για την εξέλιξη των συμπτωμάτων τους ενώ ελήφθησαν και τακτικά δείγματα κοπράνων ως μέρος της προσπάθειας παρακολούθησης της αποβολής του ιού από τον οργανισμό.

Πολλές ακόμα έρευνες έχουν επικεντρωθεί στην αποβολή του ιού από τον οργανισμό σε ασθενείς με σοβαρές περιπτώσεις της COVID-19, αλλά η παρούσα έρευνα είναι η πρώτη που αφορά στην παρουσία του RNA του ιού στα δείγματα κοπράνων που συλλέχθηκαν από ανθρώπους με ήπια έως μέτριας εντάσεως COVID-19.

Σχετικά με τα συμπεράσματα, περίπου μισοί από τους ασθενείς (49%) είχαν υπολείμματα RNA στα κόπρανά τους μέσα στην πρώτη εβδομάδα μετά τη διάγνωσή τους, όπως τόνισαν οι ερευνητές. Αλλά στους τέσσερις μήνες που ακολούθησαν της διάγνωσης, όταν κανένα άλλο υπόλειμμα της COVID-19 δεν έχει παραμείνει στα πνευμόνια, περίπου το 13% των ασθενών συνέχισε να παρουσιάζει αποβολές του ιού στα κόπρανά τους και περίπου το 4% εξ αυτών κατά τον έβδομο μήνα μετά την πρώτη τους διάγνωση.

Παράλληλα, η παρατεταμένη παρουσία της COVID-19 στο έντερο υποδηλώνει πιθανή επίδραση για τη μακρά λοίμωξη, σύμφωνα με τους ειδικούς. «Ο SARS-CoV-2, μπορεί να παραμείνει στο έντερο ή σε άλλους ιστούς για μεγαλύτερη περίοδο από ό,τι στο αναπνευστικό σύστημα και μπορεί να συνεχίσει να ενοχλεί το ανοσοποιητικό σύστημα με μακροπρόθεσμες συνέπειες» είπε η Δρ. Bhatt

Ιδιαιτέρως ωστόσο σημαντικά κρίνονται τα ευρήματα της παρούσας μελέτης αφού τα συμπεράσματά της μπορούν να συμβάλλουν στις προσπάθειες της δημόσιας υγείας να προβλεφθούν οι αναδυόμενες εστίες της COVID-19. Αν μάλιστα  «ισχύει ότι το 4% των ατόμων εξακολουθεί να εκκρίνει υπολείμματα του ιού στα κόπρανα μετά από 7 ή 8 μήνες από τη διάγνωση, τότε αυτό περιπλέκει την εκτίμηση για τις νέες λοιμώξεις στην κοινότητα» δήλωσε ο Δρ. William Schaffner, ιατρικός διευθυντής στο Εθνικό ίδρυμα για τις Λοιμώδεις Νόσους του Μέριλαντ.

Ωστόσο, ο Δρ. Amesh Adalja μελετητής του κέντρου Ασφάλειας Υγείας του Johns Hopkins, δεν συμφωνεί ότι αυτή η μακροχρόνια αποβολή στα κόπρανα θα πρέπει να επηρεάζει την ακρίβεια της επιτήρησης των αστικών λυμάτων. «Δεν νομίζω ότι αυτά τα ευρήματα αλλάζουν την αξία παρακολούθησης των λυμάτων, αφού ούτως ή άλλως έχουμε δει την πραγματική αξία της»  πρόσθεσε ο ίδιος.