Στο προσκήνιο ήρθε σε πολιτικό αλλά και επιστημονικό επίπεδο το υψηλό ποσοστό θνητότητας που παρουσιάζει η χώρα μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η αρχή έγινε με ερώτημα του Ευάγγελου Βενιζέλου, τονίζοντας πως η επιστημονική κοινότητα οφείλει να πει τι συμβαίνει στη χώρα, ενώ στη συνέχεια ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Γιάννης Οικονόμου σε σχετική ερώτηση «πέταξε το μπαλάκι» στους επιστήμονες λέγοντας πως ουσιαστικά πρέπει να απαντήσουν πρώτοι και στη συνέχεια αν κριθεί απαραίτητο να γίνει κάποιο σχετικό σχόλιο από την κυβέρνηση.
Στο ίδιο θέμα απάντησε και ο υπουργός Υγείας, τονίζοντας πως δεν είμαστε στη δεύτερη θέση όπως ακούστηκε αλλά στην 19η θέση.
Ωστόσο όπως ανέφερε αυτός δεν είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός.
«Αυτή τη στιγμή, αν δείτε τον πίνακα με τα στατιστικά στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τους θανάτους ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού, είμαστε στη 19η θέση και πάνω από εμάς είναι η Γαλλία, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Ιταλία, πάρα πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Στον δε παγκόσμιο χάρτη, είμαστε στην 48η θέση και πάνω από εμάς είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες», ανέφερε και συμπλήρωσε πως αυτό δεν το χαροποιεί ιδιαίτερα.
«Και ένας άνθρωπος να πεθάνει που ενδεχομένως να μπορούσε να σωθεί με θλίβει. Η πραγματικότητα η οποία είναι κυνική αλλά πρέπει να την πούμε, είναι ότι οι θάνατοι έχουν πλήρη σχέση με το ποσοστό εμβολιασμού. Και για αυτό το λόγο, όσο οι χώρες θα έχουν μεγαλύτερα ποσοστά εμβολιασμών από εμάς τους τελευταίους μήνες, αυτομάτως θα έχουν και λιγότερους θανάτους», ανέφερε.
Από την πλευρά της πάντως η επιστημονική κοινότητα δεν σιώπησε, καθώς τις τελευταίες ημέρες γιατροί και καθηγητές απάντησαν στο συγκεκριμένο ερώτημα, παρουσίασαν συγκεκριμένους δείκτες σχετικούς με τη θνητότητα και έκρουσαν το καμπανάκι τους για το ΕΣΥ και τη δημόσια Υγεία.
Στις ηλικίες άνω των 60 ετών το 90% της θνητότητας
Στη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη ειδικά στα άτομα άνω των 60 ετών απέδωσαν τα υψηλά ποσοστά θνητότητας τόσο ο κ. Βασιλακόπουλος, όσο και ο κ. Γώγος, οι οποίοι παρουσίασαν και ποσοστά.
«Οι χώρες που έχουν χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού έχουν αυξημένη θνητότητα. Η θνητότητα παρατηρείται ανάμεσα στους ανεμβολίαστους. Δυστυχώς στην Ελλάδα, στην ηλικία άνω των 60 όπου έχουμε και το 90% της θνητότητας από τον κοροναϊό, δεν έχουμε πετύχει τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης που θα έπρεπε να είναι στο 95 – 100 %. Είμαστε στο 75%, συνεπώς υπάρχει ένα 25% ανεμβολίαστων με υψηλό ποσοστό αν νοσήσουν να πεθάνουν. Τα ποσοστά θνητότητας που είχαμε δεν είναι μεγαλύτερα από άλλες χώρες», ανέφερε μιλώντας στην ΕΡΤ ο καθηγητής πνευμονολογίας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος.
Από την άλλη πλευρά, ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμωξιολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πατρών, ανέφερε πως πρόκειται για ένα αρκετά περίπλοκο θέμα εν καιρώ πανδημίας.
Συγκεκριμένα ο κ. Γώγος μίλησε για δύο δείκτες.
Ο πρώτος είναι οι θάνατοι σχετικά με τον γενικό πληθυσμό, τον οποίο χαρακτήρισε ικανοποιητικό και ο δεύτερος, ο οποίος αφορά τους θανάτους σε σχέση με τα κρούσματα, ο οποίος είναι αυξημένος.
Ο κ. Γώγος ανέφερε πως οι περισσότεροι ασθενείς που γεμίζουν τις μονάδες του ΕΣΥ είναι πάνω των 75 ετών, οι οποίοι δεν είναι πλήρως καλυμμένοι από τον εμβολιασμό καθώς πολλοί συμπολίτες τους δεν έχουν εμβολιαστοί.
Η ιδιαίτερη περίπτωση της χώρα μας
Βασικό πρόβλημα κατά τον κ. Γώγος είναι επίσης το υψηλό ποσοστό ευάλωτου πληθυσμού. Δηλαδή έχει πολλούς ηλικιωμένους και πολλούς ανθρώπους με χρόνια προβλήματα.
Ώρα για να εξετάσουμε το σύστημα Υγείας
Ο κ. Γώγος μάλιστα ανέφερε πως δεν πρέπει να βάζουμε τα πράγματα κάτω από το χαλί, καθώς στους παραπάνω παράγοντες πρέπει να προστεθεί και η κατάσταση στο σύστημα Υγείας.
«Πρέπει να εξετάσουμε και την αποδοτικότητα του συστήματος Υγείας. Ξέρουμε ότι αυξήθηκαν και οι υποδομές και το προσωπικό, αλλά και ο εξοπλισμός, ωστόσο όλα αυτά έγιναν εν θερμώ δεν έγιναν από πριν. Πρέπει να δούμε όλα αυτά και να τα εξετάσουμε και κυρίως να δούμε και το θέμα της Δημόσιας Υγείας».
Πάντως το ποσοστό θνησιμότητας της χώρας μας στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα υψηλό μέχρι τον Ιούλιο όπως επιβεβαιώνει και η Eurostat.
Ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο, η πλεονάζουσα θνησιμότητα είχε φθάσει το 10% στην Ελλάδα, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ο μέσος όρος ήταν 8%.
Την ανοδική πορεία που συνεχίστηκε στην Ευρώπη, ακολούθησε και η Ελλάδα τους επόμενους μήνες, παρότι τα ποσοστά ήταν χαμηλότερα έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών κρατών, αφού στην Ελλάδα πλεονάζουσα θνησιμότητα έφτασε από 4% τον Οκτώβριο σε 28% το Νοέμβριο και 20% τον Δεκέμβριο, όταν αντίστοιχα στην Ευρώπη τα ποσοστά ήταν 17,5%, 40% και 29%.
Στους πρώτους δύο μήνες του 2021, η θνησιμότητα ήταν χαμηλότερη ακόμη κι από τα αναμενόμενα, για να πάρει ανοδική τροχιά η πανδημία και να τρέχει με υψηλότερους ρυθμούς στην Ελλάδα, απ΄ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά θνησιμότητας τον Μάρτιο ήταν 16% στην Ελλάδα, έναντι 10% στην Ε.Ε., τον Απρίλιο ανέβηκε σε 24% έναντι 20% στην Ε.Ε., τον Μάιο μειώθηκε στο 22% και έφτασε την 4η θέση στην Ε.Ε. με τον μέσο κοινοτικό όρο να φτάνει το 9,5%, για να καταλήξει στο 17,5% τον Ιούνιο, καταλαμβάνοντας την 2η θέση στην Ε.Ε., της οποίας ο μέσος όρος μειώθηκε στο 6% περίπου.