Κύπρος: Αστυνομικός διώκεται επί 10 χρόνια επειδή «τόλμησε» να καταγγείλει τον διευθυντή του
Μια άνευ προηγουμένου καταδίωξη, καταγγέλλει η οικογένεια ενός πολύτεκνου Κύπριου αστυνομικού, ο οποίος για μια δεκαετία πηγαινοέρχεται στα δικαστήρια και στα πειθαρχικά συμβούλια της κυπριακής αστυνομίας, επειδή είχε το «θράσος» να καταγγείλει τον προϊστάμενο του αστυνομικό διευθυντή, για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Αστυνομία και Νομική Υπηρεσία του κράτους επιμένουν να τον διώκουν, παρά το ότι, μέχρι σήμερα όλες οι δικαστικές και πειθαρχικές διαδικασίες κατέληξαν σε φιάσκο. Τώρα ο αστυνομικός αντιμετωπίζει τρίτη ποινική δίωξη, με τις ίδιες κατηγορίες που του είχαν προσαφθεί σε δύο προηγούμενες υποθέσεις, οι οποίες κατέληξαν στην απαλλαγή του. Πρόκειται για πολύτεκνο και η σύζυγός του, με επιστολή προς τον γενικό εισαγγελέα, ζητάει μια εξήγηση για αυτήν τη συμπεριφορά, η οποία επιβαρύνει σημαντικά την οικογένεια, που καταβάλλει χιλιάδες ευρώ σε δικηγόρους.
Από εδώλιο σε εδώλιο
Η πρώτη φορά που ασκήθηκε δίωξη του συγκεκριμένου αστυφύλακα ήταν το 2014, καθώς είχε προκύψει ένα θέμα αντιπαράθεσής του, με τον τότε αστυνομικό διευθυντή Πάφου και την ψευδή καταγγελία ενός επιχειρηματία, η οποία στη συνέχεια απεσύρθη. Από τότε, ο αστυφύλακας πηγαινοέρχεται σε ποινικά δικαστήρια και πειθαρχικές επιτροπές, ενώ η σύζυγός του αποστέλλει επιστολές στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον γενικό εισαγγελέα και τον αρχηγό Αστυνομίας, χωρίς να αναλαμβάνει κάποιος να βάλει τέλος σε αυτή την πρωτοφανή υπόθεση.
Το 2022, ο γενικός εισαγγελέας της Κύπρου αποφάσισε να καταχωρήσει για τρίτη φορά ποινική δίωξη κατά του ίδιου αστυνομικού, με τις ίδιες κατηγορίες για τις οποίες είχε απαλλαγεί σε δύο προηγούμενες υποθέσεις, το 2014 και το 2018. Η σύζυγός του, σε επιστολή στον γενικό εισαγγελέα, διερωτάται γιατί θα έπρεπε να ασκηθεί τρίτη δίωξη όταν ο φερόμενος ως μάρτυρας κατηγορίας ζει εδώ και χρόνια μόνιμα στη Νότια Αφρική και ποιος θα αναλάβει να πληρώσει πάλι το δυσβάστακτο οικονομικό κόστος για μια πολύτεκνη οικογένεια.
Ισχυρίζεται ακόμα ότι δεν υπήρξε παρόμοια αντιμετώπιση άλλου πολίτη και υποστηρίζει ότι ο χειρισμός ουσιαστικά αποτελεί κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του γενικού εισαγγελέα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, πέραν των ποινικών διώξεων, ο αστυνομικός υπέστη και πειθαρχικές διώξεις και το 2019 η πειθαρχική δίκη εναντίον του διεκόπη… γιατί μετά από πολλούς μήνες διαπιστώθηκε πως η σύνθεση του πειθαρχικού δικαστηρίου ήταν παράνομη!
Εξοντωτικό κυνηγητό
Η ιστορία του ξεκίνησε όταν αποφάσισε να κάνει παράπονο στην ηγεσία της Αστυνομίας για τον τότε αστυνομικό διευθυντή Πάφου (2014), αναφέροντας ότι τον απείλησε και του επιτέθηκε φραστικώς. Η επιστολή του είχε δημοσιευθεί σε εφημερίδα και στάθηκε η αφορμή να ενεργοποιηθούν οι μηχανισμοί επαγγελματικής εξόντωσής του.
Ο αστυνομικός τέθηκε σε διαθεσιμότητα στις 26 Μαρτίου 2014, μία ακριβώς μέρα μετά τη δημοσίευση της καταγγελίας που είχε κάνει. Μέσα σε 24 ώρες, εμφανίστηκε, «εντελώς τυχαία», πολίτης και κατήγγειλε τον αστυφύλακα για χρηματισμό, ισχυριζόμενος ότι του έδινε χρήματα ώστε να τον ενημερώνει για επιχειρήσεις του Ουλαμού Πρόληψης Εγκλημάτων. Δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν μετά τη δημοσίευση της υπόθεσης και όχι όταν υποτίθεται πως είχαν συμβεί τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα.
Μάλιστα, ο αστυνομικός συνελήφθη, προφυλακίστηκε και του ασκήθηκε και ποινική δίωξη στη βάση της μαρτυρίας του πολίτη. Ωστόσο, όταν μετατέθηκε ο τότε αστυνομικός διευθυντής Πάφου, ο πολίτης απέσυρε την καταγγελία εναντίον του αστυνομικού, παραδεχόμενος ενώπιον δικαστηρίου ότι ήταν ψευδής. Αυτό όμως δεν άλλαξε τίποτα στην κατάσταση, αφού ο αστυνομικός παρέμεινε σε διαθεσιμότητα για 15 μήνες και η ποινική δίωξη εναντίον του συνεχίστηκε.
Ο πολίτης που είχε κάνει καταγγελία και στη συνέχεια την απέσυρε, όταν ενημερώθηκε ότι επρόκειτο να διωχθεί ποινικώς για δημόσια βλάβη, λόγω της ψευδούς καταγγελίας, επανήλθε λέγοντας πως πιέστηκε. Τότε, η ποινική δίωξη εναντίον του αστυφύλακα (το 2018 πια) αποσύρθηκε και επανακαταχωρίσθηκε με τις ίδιες κατηγορίες, ενώ προστέθηκε και κατηγορία για παρέμβαση στη δικαστική διαδικασία. Η δίκη τελικώς δεν έγινε ούτε τη δεύτερη φορά, καθώς ο βασικός μάρτυρας είχε φύγει στο εξωτερικό και δεν είχε πρόθεση να επιστρέψει. Επίσης, εναντίον του βασικού μάρτυρα εκκρεμούν εντάλματα σύλληψης. Τώρα του ασκούν δίωξη για τρίτη φορά και η δίκη έχει αναβληθεί έξι φορές γιατί ο μάρτυρας κατηγορίας δεν έρχεται από το εξωτερικό!
Ο αστυνομικός μέσω του δικηγόρου έχει ζητήσει να γίνει τάχιστα η δίκη ώστε να τερματιστεί η κατάσταση.
Με τη θηλειά στον λαιμό
Σε επιστολή των δικηγόρων του, το 2019, είχε επισημανθεί πως ο αστυφύλακας «από το 2014 παραμένει καθηλωμένος, στερούμενος τα δικαιώματά του, χωρίς να του επιστραφούν οι μισθοί που του έχουν αποκοπεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του […]. Η οδύσσεια του Ν.Χ. είναι πρωτοφανής και, εκτός των ζημιογόνων συνεπειών για τον ίδιο, αποτελεί τεράστιο πλήγμα για την Αστυνομία της Κύπρου. Ένας αστυφύλακας, ουσιαστικά, τιμωρείται για την καταγγελία του εις βάρος προϊσταμένου του. Η ζημιά που έχει ήδη προκληθεί δεν μπορεί να θεραπευτεί. Τουλάχιστον, όμως, θα πρέπει να παύσει να συνεχίζεται». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα χρήματα που είχαν αποκοπεί από τον αστυφύλακα κατά τους 15 μήνες που βρισκόταν σε διαθεσιμότητα δεν έχουν επιστραφεί, ενώ δεν έχει πάρει τις προσαυξήσεις και τα αναδρομικά που πήραν συνάδελφοί του.
Κλασική πρακτική
Οι διώξεις που υφίσταται ο αστυνομικός αποτελούν μια κλασική πρακτική, που εφαρμόζεται στη Κύπρο, εναντίον όποιου τολμήσει να καταγγείλει αξιωματικό της Αστυνομίας που διαθέτει τις απαραίτητες διασυνδέσεις. Παράλληλα, αποτελεί μήνυμα για όλους τους υπόλοιπους, ώστε να μην διανοηθούν να τα βάλουν με το κατεστημένο, γιατί κινδυνεύουν να βρεθούν από κατήγοροι, κατηγορούμενοι. Το πιο πρόσφατος παράδειγμα είναι αυτό της Διευθύντριας κα της υποδιευθύντριας των Φυλακών της Κύπρου. Κατάγγειλαν αξιωματικό της αστυνομίας για διαφθορά και αμέσως μετά διατάχθηκαν δύο ποινικές διαδικασίες εναντίον τους, ενώ ο αξιωματικός της αστυνομία έμεινε στο απυρόβλητο και ο γενικός εισαγγελέας αν και διαπίστωσε ότι είχε διαπράξει ποινικά αδικήματα αποφάσισε να μη του ασκήσει δίωξη, επικαλούμενος αορίστως λόγους δημοσίου συμφέροντος.