Μπορεί η γονιδιακή θεραπεία να θεραπεύσει την αχρωματοψία στο μέλλον;

Σύμφωνα με μια μελέτη Βρετανών ερευνητών, βελτιώθηκε σημαντικά η όραση παιδιών που γεννήθηκαν με αχρωματοψία μετά από γονιδιακή θεραπεία.

Σύμφωνα με τα ευρήματα ερευνητών του University College του Λονδίνου, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Brain, σε δύο παιδιά που γεννήθηκαν με αχρωματοψία αποκαταστάθηκε μερικώς η λειτουργία των κωνίων του αμφιβληστροειδούς μέσω γονιδιακής θεραπείας. Η θεραπεία ενεργοποιεί αποτελεσματικά τα προηγουμένως αδρανή κανάλια επικοινωνίας μεταξύ του αμφιβληστροειδούς και του εγκεφάλου, εκμεταλλευόμενη την πλαστικότητα του αναπτυσσόμενου εγκεφάλου των εφήβων.

Η ακαδημαϊκή μελέτη, η οποία χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο για να προσδιορίσει εάν η θεραπεία επιδρά στις νευρικές οδούς ειδικά των κωνίων, διεξήχθη παράλληλα με μια κλινική δοκιμή φάσης 1/2 σε παιδιά με αχρωματοψία.

Η αχρωματοψία προκαλείται από παραλλαγές σε ένα από τα λίγα γονίδια που την ελέγχουν. Επηρεάζει τα κύτταρα των κωνίων, τα οποία είναι ένα από τα δύο είδη φωτοϋποδοχέων στα μάτια (το άλλο είναι τα ραβδία). Επειδή τα κωνία είναι υπεύθυνα για την έγχρωμη όραση, τα άτομα με δυσχρωματοψία ή αχρωματοψία έχουν πολύ κακή συνολική όραση και ενοχλούνται από το έντονο φως (φωτοφοβία). Τα κύτταρα των κωνίων παρότι, κατά την αχρωματοψία δεν μεταδίδουν σήματα στον εγκέφαλο, συχνά δεν καταστρέφονται και παραμένουν αδρανή. Έτσι οι ερευνητές αναζητούν τρόπους για να ενεργοποιήσουν τα αδρανοποιημένα κύτταρα.

Σύμφωνα με την επικεφαλής συγγραφέα της έρευνας Δρα. Tessa Dekker (Ινστιτούτο Οφθαλμολογίας UCL), η μελέτη είναι η πρώτη που επιβεβαιώνει άμεσα την υπόθεση ότι η γονιδιακή θεραπεία σε παιδιά και εφήβους μπορεί να ενεργοποιήσει επιτυχώς τα μονοπάτια του αδρανούς κωνικού φωτοϋποδοχέα και να προκαλέσει οπτικά ερεθίσματα που δεν προϋπήρχαν. «Επιδεικνύουμε τη δυνατότητα αξιοποίησης της πλαστικότητας του εγκεφάλου, ο οποίος μπορεί να είναι ιδιαίτερα ικανός να ανταποκριθεί στη θεραπεία όταν οι άνθρωποι είναι νέοι».

Στη μελέτη που χρηματοδοτήθηκε από την MeiraGTx-Janssen Pharmaceuticals. συμμετείχαν τέσσερις έφηβοι με αχρωματοψία, ηλικίας 10 έως 15 ετών, οι οποίοι έλαβαν μέρος σε δύο δοκιμές με επικεφαλής τον καθηγητή στο UCL και στο Moorfields Eye Hospital, James Bainbridge.

Αποτελέσματα της θεραπείας

Οι δύο δοκιμές διερεύνησαν γονιδιακές θεραπείες που στοχεύουν ορισμένα γονίδια που είναι γνωστό ότι εμπλέκονται στην αχρωματοψία (η καθεμία δοκιμή στοχεύει σε διαφορετικό γονίδιο). Ο πρωταρχικός τους στόχος είναι να αξιολογήσουν την ασφάλεια της θεραπείας και τη βελτίωση της όρασης. Κάθε ένα από τα τέσσερα παιδιά υποβλήθηκε σε θεραπεία με γονιδιακή θεραπεία στο ένα μάτι, επιτρέποντας στους γιατρούς να συγκρίνουν την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με το άλλο. Οι δοκιμές τους δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί, επομένως η συνολική αποτελεσματικότητα των θεραπειών δεν έχει αξιολογηθεί πλήρως.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια νέα μέθοδο μαγνητικής τομογραφίας (fMRI, ένα είδος σάρωσης εγκεφάλου) για να διακρίνουν τα αναδυόμενα σήματα κωνίων από των ραβδίων μετά τη θεραπεία και να εντοπίσουν τυχόν αλλαγές στην οπτική λειτουργία απευθείας στον φωτοϋποδοχέα των κωνίων, τον οποίο στοχεύουν. Χρησιμοποίησαν μια τεχνική «σιωπηλής αντικατάστασης» για να διεγείρουν επιλεκτικά κωνία ή ραβδία χρησιμοποιώντας το ανάλογο φως. Οι ερευνητές έπρεπε επίσης να τροποποιήσουν τις μεθόδους τους για να αντιμετωπίσουν πιθανές ακούσιες οφθαλμικές ταλαντώσεις, που είναι ένα άλλο σύμπτωμα της αχρωματοψίας. Τα ευρήματα συγκρίθηκαν με μετρήσεις εννέα ασθενών χωρίς θεραπεία και 28 εθελοντών με φυσιολογική όραση.

Για δύο από τα τέσσερα παιδιά, υπήρχαν ισχυρές ενδείξεις για κωνικά σήματα στον οπτικό φλοιό του εγκεφάλου που προέρχονταν από το μάτι που υποβλήθηκε σε θεραπεία, 6 έως 14 μήνες μετά τη θεραπεία. Πριν από τη θεραπεία, οι ασθενείς δεν παρουσίασαν καμία ένδειξη λειτουργίας των κωνίων σε καμία εξέταση. Μετά τη θεραπεία, οι μετρήσεις τους έμοιαζαν πολύ με αυτές των εθελοντών με φυσιολογική όραση.

Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ολοκλήρωσαν επίσης ένα ψυχοφυσικό τεστ λειτουργίας του κωνίων, το οποίο αξιολογεί την ικανότητα των ματιών να διακρίνουν διαφορετικά επίπεδα αντίθεσης. Αυτό έδειξε ότι υπήρχε διαφορά στην όραση με υποστήριξη των κωνίων στα μάτια που υποβλήθηκαν σε θεραπεία στα ίδια δύο παιδιά.

Οι ερευνητές λένε ότι δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν εάν η θεραπεία ήταν αναποτελεσματική στους άλλους δύο συμμετέχοντες στη μελέτη ή εάν υπήρξαν θεραπευτικά αποτελέσματα που δεν επισημάνθηκαν από τα τεστ που χρησιμοποίησαν ή εάν τα αποτελέσματα καθυστερούν.

Ο Dr. Michel Michaelides (UCL Institute of Ophthalmology and Moorfields Eye Hospital), ο οποίος είναι επίσης συν-ερευνητής και στις δύο κλινικές δοκιμές, δήλωσε: «Στις δοκιμές μας, δοκιμάζουμε εάν η χορήγηση γονιδιακής θεραπείας σε μικρή ηλικία μπορεί να είναι αποτελεσματικότερη, καθώς τα νευρωνικά κυκλώματα εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Τα ευρήματά μας καταδεικνύουν άνευ προηγουμένου νευρική πλαστικότητα, προσφέροντας ελπίδα ότι οι θεραπείες θα μπορούσαν να επιτρέψουν οπτικές λειτουργίες χρησιμοποιώντας μονοπάτια σηματοδότησης που ήταν αδρανή εδώ και χρόνια. Ακόμα αναλύουμε τα αποτελέσματα από τις δύο κλινικές μας δοκιμές, για να δούμε αν αυτή η γονιδιακή θεραπεία μπορεί να βελτιώσει αποτελεσματικά την καθημερινή όραση σε άτομα με αχρωματοψία. Ελπίζουμε ότι με θετικά αποτελέσματα και με περαιτέρω κλινικές δοκιμές, θα μπορούμε στο μέλλον να βελτιώσουμε σημαντικά την όραση των ατόμων με κληρονομικές ασθένειες του αμφιβληστροειδούς».