Καταγραφή και παρακολούθηση στα περιστατικά δεύτερης μόλυνσης από κοροναϊό καθιερώνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Λοιμώξεων (ECDC), υπό την απειλή των νέων μεταλλάξεων του ιού, οι οποίες ξεπερνούν την ανοσία που έχουν αναπτύξει όσοι πέρασαν ήδη μια φορά την ασθένεια.
Το πρωτόκολλο αυτό, στοχεύει στον προσδιορισμό και την αξιολόγηση των περιστατικών επαναμόλυνσης, την αξιολόγηση του κινδύνου από την προσβολή με τις νέες παραλλαγές του ιού, αλλά και την παρακολούθηση της καινούριας νόσησης από πλευράς βαρύτητας του περιστατικού, συγκριτικά με την πρώτη νόσηση.
Μέχρι στιγμής, έχουν καταγραφεί 2.578 ύποπτα κρούσματα, εκ των οποίων τα 1.887 το 2020 και τα 691 μόνο τον Ιανουάριο του 2021, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε το ECDC. Στη μελέτη μετείχαν 13 χώρες που διαθέτουν στοιχεία από τα συστήματα επιδημιολογικής παρακολούθησης της πανδημίας και είχαν καταγράψει τουλάχιστον ένα κρούσμα επαναμόλυνσης στο εσωτερικό τους.
Παρότι τα περιστατικά επαναμόλυνσης θεωρούνται λίγα, υπάρχουν λίγα δεδομένα για την επιβάρυνση των συστημάτων υγείας από τα περιστατικά αυτά, σε επίπεδο χώρας. Ορισμό των περιστατικών επαναμόλυνσης καθώς και σύστημα καταγραφής, έχουν αναπτύξει 11 χώρες και συγκεκριμένα η Κροατία, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Μάλτα, Ολλανδία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία, ενώ δεν έχουν ορίσει τα περιστατικά, ούτε καταγράφονται πιθανές επαναμολύνσεις στην Φινλανδία, Ιταλία, Λετονία, Πολωνία. Επίσης, παρότι έχουν προσδιορίσει τα περιστατικά, δεν τα καταγράφουν στην Τσεχία, Σλοβενία.
Δεν είναι ενιαίος
Ο προσδιορισμός ενός περιστατικού ως κρούσμα επαναμόλυνσης, δεν είναι ενιαίος σε όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Το διάστημα μεταξύ των μολύνσεων κυμαίνεται από 45 – 90 ημέρες, ενώ είναι διαφορετικά και τα διαγνωστικά κριτήρια. Τα περισσότερα περιστατικά πάντως, εκτιμάται ότι αφορούν τις παραλλαγές B.1.351 και P.1, καθώς εκτιμάται ότι οι μεταλλάξεις αυτές μπορούν να ξεφύγουν από την προστασία που έχει δημιουργηθεί από την προηγούμενη ασθένεια από κοροναϊό.
Σύμφωνα με ανάλυση μελετών για την βαρύτητα της δεύτερης νόσησης για 350 περιστατικά που βρέθηκαν και πάλι θετικά στον ιό, μόνο το 27,6% είχε συμπτώματα όταν έγινε ο μοριακός έλεγχος. Παρόλα αυτά, υπάρχουν αναφορές όπου τα ύποπτα περιστατικά επαναμόλυνσης παρουσιάζουν σοβαρότερη νόσο.
Λαμβάνοντας αυτά τα δεδομένα υπόψιν, το ECDC ορίζει ως πιθανό κρούσμα από επαναμόλυνση, στην περίπτωση που υπάρχει εκ νέου θετικό αποτέλεσμα από τεστ μοριακού ελέγχου ή rapid τεστ αντιγόνου τουλάχιστον 60 μέρες μετά την πρώτη διάγνωση, η οποία έχει γίνει επίσης από μοριακό έλεγχο ή rapid test. Ταυτόχρονα, πρέπει να έχει επιβεβαιωθεί και η ανοσολογική αντίδραση από την πρώτη μόλυνση με την ανάπτυξη αντισωμάτων κατά της πρωτεΐνης – ακίδας του ιού (anti-spike IgG Ab).
Το τελευταίο κριτήριο τέθηκε για να διαπιστωθεί η δυναμική των εξουδετερωτικών αντισωμάτων και η πιθανή δυνατότητα διαφυγής των νέων παραλλαγών, από τα αντισώματα αυτά.
Τα δεδομένα που θα προκύπτουν από τους ελέγχους αυτούς θα πρέπει να δηλώνονται στο ευρωπαϊκό σύστημα παρακολούθησης της πανδημίας.