Ν/Σ υγείας: Η Επιστημονική Υπηρεσία, για την πρόσβαση των γιατρών του δημόσιου συστήματος υγείας στον ιδιωτικό τομέα

«Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για το άνοιγμα της πρόσβασης των ιατρών του δημοσίου συστήματος υγείας στον ιδιωτικό τομέα και ανεξαρτήτως της ανάγκης κάλυψης έκτακτων αναγκών», αναφέρει το Υπουργείο Υγείας στην αιτιολόγηση των ρυθμίσεων για τη δυνατότητα των γιατρών του Ε.Σ.Υ. να ασκούν ιδιωτικό έργο (άρθρο 7 του νομοσχεδίου).

      Με το άρθρο 10 του ν. 4999/2022 θεσπίσθηκε, κατ’ εξαίρεση, δυνατότητα των ιατρών του Ε.Σ.Υ. να ασκούν ιδιωτικό έργο στον τομέα της ιατρικής, έως δύο (2) φορές την εβδομάδα, εφόσον συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου, λειτουργία και στις εφημερίες του νοσοκομείου. Με το άρθρο 7 του υπό συζήτηση και ψήφιση νομοσχεδίου, μεταξύ άλλων, καταργείται ο χρονικός περιορισμός στην άσκηση ιδιωτικού έργου έως δύο (2) φορές την εβδομάδα, και τροποποιούνται, εν μέρει, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης. Σε αντικατάσταση της προϋπόθεσης της συμμετοχής στην εκτός του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, συμπεριλαμβανόμενης της ολοήμερης λειτουργίας και των εφημεριών, τουλάχιστον οκτώ (8) φορές τον μήνα, τίθενται οι προϋποθέσεις: «i) της μη άσκησης κλινικού έργου σε ασθενείς που εξετάστηκαν στα τακτικά ιατρεία του Νοσοκομείου, από τον ίδιο ιατρό ή σε όσους ασθενείς βρίσκονται στην ενιαία λίστα χειρουργείου, και ii) της μη διατάραξης, διαφοροποίησης ή παραβίασης της εύρυθμης ολοήμερης, πέραν του τακτικού ωραρίου, λειτουργίας και των εφημεριών του Νοσοκομείου, του αριθμού των ανά κλινική χειρουργικών επεμβάσεων, του αριθμού των ιατρικών επισκέψεων, των διαγνωστικών και επεμβατικών πράξεων και των παρακλινικών εξετάσεων».

      Σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση επί του νομοσχεδίου, η θέσπιση της δυνατότητας των ιατρών του Ε.Σ.Υ. να ασκούν ιδιωτικό έργο στον τομέα της ιατρικής αποσκοπεί στην αξιοποίηση της κλινικής εμπειρίας τους και στην ενίσχυση του εισοδήματός τους, «αναμένεται δε ταυτοχρόνως να προσελκύσει περισσότερους ιατρούς στο δημόσιο σύστημα υγείας, αφού θα μπορούν να συνδυάσουν και την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα της υγείας. Οι νέες πραγματικές συνθήκες και οι ισχύουσες σύγχρονες πρακτικές που εφαρμόζουν, σχεδόν στο σύνολό τους, οι ευρωπαϊκές χώρες, επιβάλλουν πλέον την αναθεώρηση των όποιων στεγανών έχουν παγιωθεί στην επί τόσα έτη λειτουργία του εθνικού συστήματος υγείας. Έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για το άνοιγμα της πρόσβασης των ιατρών του δημοσίου συστήματος υγείας στον ιδιωτικό τομέα και ανεξαρτήτως της ανάγκης κάλυψης έκτακτων αναγκών. Έχει εμπεδωθεί η σημασία του Ε.Σ.Υ. για την υγεία του πληθυσμού και έχει δημιουργηθεί η συνείδηση στους λειτουργούς που το υπηρετούν της ανάγκης διαφύλαξης και ενίσχυσής του. Ως εκ τούτου, το υψηλό φρόνημα των λειτουργών του θα διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία του δημοσίου συστήματος υγείας έναντι του ιδιωτικού τομέα στην εθνική προσπάθεια για την προαγωγή και την προστασία της υγείας των πολιτών».

Εξουσιοδοτική διάταξη

      Την προηγούμενη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια της συζήτησης και επεξεργασίας του νομοσχεδίου στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης ενημέρωσε τα κόμματα για την πρόθεσή του να ζητήσει εξουσιοδοτική διάταξη από την ολομέλεια της Βουλής κατά τη σημερινή συνεδρίαση, προκειμένου με υπουργική απόφαση που θα εκδοθεί στη συνέχεια να είναι επιτρεπτό ιδιώτες γιατροί να συνάπτουν σχέση με τα δημόσια νοσοκομεία. Εξειδίκευσε δε τη στόχευση μιας τέτοιας εξουσιοδοτικής διάταξης, λέγοντας ότι οι ιδιώτες γιατροί θα είναι δυνατό να αποφορτίσουν τα νοσοκομεία στις εφημερίες και ότι ιδιώτες χειρουργοί με τη χειρουργική τους ομάδα θα συνεργάζονται με τα δημόσια νοσοκομεία, τα οποία θα πληρώνουν, για να τους δίδονται χειρουργικά τραπέζια. 

Επιστημονική Υπηρεσία

      Η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής, στην έκθεσή της, προχωρά σε επισκόπηση της υπηρεσιακής μεταχείρισης των γιατρών του Ε.Σ.Υ. και παραθέτει τις νομοθετικές παρεμβάσεις που ακολούθησαν τον ιδρυτικό νόμο του Ε.Σ.Υ. αλλά και το προστατευτικό πλέγμα που διαμορφώθηκε από τη νομολογία -τις αποφάσεις του ΣτΕ και του Αρείου Πάγου- που κατέτειναν στην ανάγκη ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των γιατρών του Ε.Σ.Υ. και έθεταν όρια στις νομοθετικές παρεμβάσεις για το εργασιακό καθεστώς στο Ε.Σ.Υ.

      Η συλλογιστική του Υπουργείου Υγείας για τις νέες ρυθμίσεις που αφορούν στην πρόσβαση των ιατρών του δημοσίου συστήματος υγείας στον ιδιωτικό τομέα βασίζεται στην ανάγκη να αναχαιτιστούν οι μαζικές εκροές των επαγγελματιών υγείας. Όπως όμως, μεταξύ άλλων, επισημαίνει/υπενθυμίζει η Επιστημονική Υπηρεσία:

      – Με τον ν. 1397/1983 «Εθνικό Σύστημα Υγείας» οργανώθηκε η παροχή υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες με τη δημιουργία δημόσιου τομέα υγείας, και ρυθμίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ζητήματα της υπηρεσιακής κατάστασης και του μισθολογικού καθεστώτος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. Ορίσθηκε ειδικότερα ότι οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. καταλαμβάνουν θέσεις «πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης», «είναι μόνιμοι δημόσιοι λειτουργοί και απαγορεύεται να ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα». Θεσπίσθηκε, δηλαδή, ασυμβίβαστο της ιδιότητας ιατρού του Ε.Σ.Υ. με την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος (πρβλ. ΣτΕ 2871/2020, ΣτΕ 1997/2015 Ολομ., ΣτΕ 329/2012 επταμ., κ.ά.). Επ’ αυτού κρίθηκε, μάλιστα, ότι «κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, από της εντάξεώς του στο Ε.Σ.Υ. ο γιατρός οφείλει όχι μόνον να παύσει να ασκεί την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα, αλλά επί πλέον και να απέχει από κάθε ενέργεια ή συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει την εντύπωση ότι παρά την ένταξή του στο Ε.Σ.Υ., εξακολουθεί να ασκεί ιδιωτικώς την ιατρική (…)» (ΣτΕ 871/2000, βλ. και ΣτΕ 3150/1998, 4403/1996, πρβλ. και ΣτΕ 4126/1980).

      – Το άρθρο 24 του ν. 1397/1983 για την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του Ε.Σ.Υ. καταργήθηκε με τον ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας». Με το άρθρο 63 του εν λόγω νόμου (ν. 2071/1992) ρυθμίσθηκε, εκ νέου, το εργασιακό καθεστώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., ιδίως με τη θέσπιση της κατηγορίας ιατρών μερικής απασχόλησης, οι οποίοι «ασκούν δημόσιο λειτούργημα επί θητεία και διατηρούν το δικαίωμα ετεροαπασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της ιατρικής ή το δικαίωμα διατηρήσεως ιδιωτικού ιατρείου ή οδοντιατρείου», ενώ το ασυμβίβαστο διατηρήθηκε για τους ιατρούς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης οι οποίοι «απαγορεύεται να ασκούν την ιατρική ή οδοντιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα ή οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα». Ωστόσο, η άνω δυνατότητα των ιατρών μερικής απασχόλησης να ασκούν ελευθέριο επάγγελμα καταργήθηκε δύο χρόνια μετά με τον ν. 2194/1994 «Αποκατάσταση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις», όπως, εξ άλλου, καταργήθηκε και ο θεσμός των μερικής απασχόλησης ιατρών του Ε.Σ.Υ.. Ο ν. 2194/1994 επανέφερε σε ισχύ την προϊσχύσασα, τότε, ρύθμιση του άρθρου 24 του ν. 1397/1983, περί του ασυμβιβάστου μεταξύ της ιδιότητας ιατρού του Ε.Σ.Υ. (πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης) με την άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος.

      – Επτά χρόνια μετά, με τον ν. 2889/2001 «Βελτίωση και εκσυγχρονισμός του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις» διατηρήθηκε το καθεστώς της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των ιατρών του Ε.Σ.Υ. και η συνακόλουθη απαγόρευση απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα. Αρχικά, εντάσσονταν στο εν λόγω καθεστώς και οι πανεπιστημιακοί ιατροί, στους οποίους, όμως, επετράπη, υπό προϋποθέσεις, διά του άρθρου 30 του ν. 4025/2011, «να διατηρούν ιδιωτικό ιατρείο, εφόσον συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα εκτός των ημερών εφημερίας». Σε καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης εντάχθηκαν και όσοι εκ του προσωπικού των Μονάδων υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίοι μπορούσαν μέχρι τότε να ασκούν νομίμως ελευθέριο επάγγελμα, μετατάχθηκαν ή μεταφέρθηκαν, βάσει των διατάξεων του ν. 4238/2014 (άρθρα 16-18), σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στις Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), λόγω ένταξης των εν λόγω Μονάδων στις εν λόγω Διοικήσεις. Το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου έκρινε ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις του ν. 4238/2014 «παρίστανται πρόσφορες και αναγκαίες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη δημοσίου συμφέροντος σκοπού, που συνίσταται στην ορθή λειτουργία, ανάπτυξη, εξορθολογισμό του δημοσίου συστήματος υγείας και της αντίστοιχης δημόσιας δαπάνης από τη λειτουργία του με την ενιαία αντιμετώπιση του απασχολούμενου ιατρικού προσωπικού με το ίδιο νομικό καθεστώς, προς όφελος των ασθενών, των πολιτών και της δημόσιας υγείας της χώρας που καθιστά επιβεβλημένη την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση του ως άνω ιατρικού προσωπικού που επιλέγει να ενταχθεί και να προσφέρει σ` αυτό τις υπηρεσίες του και συνεπώς στη θεραπεία δημοσίου συμφέροντος και της προάσπισης της υγείας των πολιτών, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της εφαρμογής της συνταγματικής αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου (…)». Επίσης, κρίθηκε ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις «[δεν] προσβάλλουν την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία των ιατρών που απασχολούνταν υπό διττό καθεστώς, καθόσον αυτοί είχαν το δικαίωμα επιλογής είτε της συνέχισης του ελευθέριου επαγγέλματος τους και μάλιστα με αύξηση των ωρών απασχόλησής τους και συνακόλουθα αύξηση και των εισοδημάτων τους, είτε της παροχής των ιατρικών τους υπηρεσιών στον τομέα της δημόσιας υγείας με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση σε οργανικές θέσεις εργασίας (…). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης δεν προστατεύει την προσδοκία διατήρησης συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης, την οποία ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να μεταβάλει για το μέλλον, ούτε επιβάλλει τη διατήρηση για πάντα του ειδικού καθεστώτος υπό το οποίο πρόσφεραν οι ιατροί τις υπηρεσίες τους στο ΙΚΑ, βάσει συμβάσεων του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972, ενόψει και της κατά το Σύνταγμα ευρύτατης εξουσίας του νομοθέτη, όσον αφορά την οργάνωση της δημόσιας υγείας που επίσης προστατεύεται συνταγματικά (άρθρο 21 του Συντάγματος)» (ΑΠ 1240/2022).

      – Από συνταγματικής άποψης, η δυνατότητα παράλληλης άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος από τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. δεν τυγχάνει ενιαίας αντιμετώπισης από τη θεωρία. Έτσι, έχει υποστηριχθεί ότι «η οργανωτική φυσιογνωμία του Ε.Σ.Υ. είναι “ανοικτή”, δηλαδή ο κοινός νομοθέτης δεν δεσμεύεται από το άρθρο 21 παρ. 3 Συντ. να διαμορφώσει με βάση ένα προκαθορισμένο από το Σύνταγμα οργανωτικό πρότυπο το Ε.Σ.Υ.. Έτσι, η τροποποίηση του άρθρου 24 του Ν. 1397/83 (σ.σ. πλήρης και αποκλειστική απασχόληση) και η κατάταξη με το άρθρο 63 του Ν. 2071/92 των γιατρών του Ε.Σ.Υ. σε (…) κατηγορίες, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, μερικής απασχόλησης και ιατρών συμβούλων (…), ανεξαρτήτως των επί της ουσίας ισχυρών αντιρρήσεων που θα μπορούσαν να προβληθούν, δεν πάσχουν από συνταγματική άποψη» (Χ. Ανθόπουλος, Νέες διαστάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων, 2001, σελ. 216-217). Σε αντίθετη κατεύθυνση, έχει υποστηριχθεί ότι με το άρθρο 10 του ν. 1999/2022 επήλθε ρήγμα όχι μόνο στο καθεστώς των ιατρών αλλά και στη “φιλοσοφία” του Ε.Σ.Υ. (…). Η παρέκκλιση αυτή είναι αντίθετη στο άρθρο 21 παρ. 3 Σ., αλλά και στο άρθρο 11 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη» (Α. Στεργίου, Ερμηνεία επί του άρθρου 21 παρ. 3 Σ., σε: Σύνταγμα Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Επιμέλεια Σπ. Βλαχόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Γ. Τασσόπουλος, σελ. 83. Βλ., επίσης, Ν. Αλιμπράντη, Η προστασία της υγείας στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και οι ελληνικές παραβιάσεις, ΘΠΔΔ 12/2023, σελ. 1251-1252).

      – Ως προς το μισθολογικό καθεστώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμόν 1408/2022 απόφασή της, έχει κρίνει ότι «[η] αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των ιατρών του Ε.Σ.Υ. απορρέει εμμέσως από την κατά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3) υποχρέωση του Κράτους για την παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλού επιπέδου προς όλους τους πολίτες, την οποία υλοποιούν κατ’ εξοχήν οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., και εγγυάται τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών τους (…) ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σημασίας της αποστολής τους, συγχρόνως δε για να αποτρέπεται η εξωϋπηρεσιακή τους απασχόληση, και δη σε τομείς της ιδιωτικής οικονομίας που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την ιατρική τους ιδιότητα (προμήθειες υλικών, χορήγηση σκευασμάτων, συνεργασία με ιδιώτες παρόχους υπηρεσιών υγείας κλπ), καθώς και οι συνδεόμενοι με την άσκηση των καθηκόντων τους αυξημένοι κίνδυνοι διαφθοράς (βλ. ΣτΕ 431/2018 Ολομ., πρβλ. ΣτΕ 2192-94/2014 Ολομ., βλ. και αιτιολογική έκθεση του ν. 1397/1983 σελ. 8)». Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι σε περίπτωση μη συνταγματικά ανεκτής μείωσης των αποδοχών των ιατρών «[η] πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις» (ΣτΕ 431/2018 Ολομ.).

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ