Ορατός ο κίνδυνος έλλειψης ηπαρίνης: Έντονη ανησυχία για τις πιθανές επιπτώσεις στην υγεία χιλιάδων ασθενών
Πως μια επιδημία πανώλης σε χοίρους στην Κίνα που ξεκίνησε τετραετίας και μια νομοθετική ρύθμιση που έχει μπει στον πάγο κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε πιθανή έλλειψη ενός, βασικού για την επιβίωση πολλών ασθενών, αντιπηκτικού φαρμάκου, στη χώρα μας. Που φαίνεται να έχει κολλήσει το θέμα.
Ένας «αγώνας δρόμου», τρόπων τινά, διεξάγεται τα τελευταία 4 χρόνια μεταξύ κρατών και συστημάτων υγείας, προκειμένου να διασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες ηπαρινών, των κρίσιμων αυτών αντιπηκτικών παραγόντων.
Νεφροπαθείς, καρδιοπαθείς αλλά και έγκυες
H ηπαρίνη χρησιμοποιείται ως αντιπηκτικό στην πρόληψη και τη θεραπεία θρόμβωσης και εμβολής.
Είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη θεραπεία των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων, όπως ασταθής στηθάγχη ή οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Αλλά δεν είναι η μόνη κρίσιμη χρήση τους. Είναι βασικό συστατικό στη διαδικασία αιμοκάθαρσης των νεφροπαθών. Συνήθως χρειάζονται τουλάχιστον δύο ηπαρίνες ανά αιμοκάθαρση, μας εξηγεί ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Νεφροπαθών, Γρηγόρης Λεοντόπουλος.
Παράλληλα, επειδή τα σκευάσματα ηπαρίνης είναι αρκετά ευμεγέθη για να διασχίσουν τον πλακουντικό φραγμό, είναι τα προτιμώμενα αντιπηκτικά σε έγκυες γυναίκες. Επιπλέον, χρησιμοποιείται και στη διαχείριση ογκολογικών ασθενών.
Ηπαρίνες λαμβάνονται τόσο στα νοσοκομεία, όσο και εκτός αυτών μέσω του ΕΟΠΥΥ.
Το «κοκτέιλ» που «πυροδότησε» το πρόβλημα
Η ηπαρίνη είναι βιολογικό προϊόν που παράγεται από χοίρους. Τον Αύγουστο του 2018 η Κίνα, η οποία κάλυπτε το 80% της πρώτης ύλη, πλήττεται από αφρική πανώλη των χοίρων. Θανατώνονται εκατομμύρια χοίροι. Αποτέλεσμα ήταν η δραματική συρρίκνωση της αγοράς της πρώτης ύλης και η εκτίναξη του κόστους παραγωγής, δημιουργώντας εμπόδια διεθνώς, τόσο στην πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες όσο και σε επίπεδο κόστους.
Η έλλειψη ηπαρινών σήμαινε και αυξημένη ζήτηση διεθνώς και άρα αυξημένη πίεση για κάθε χώρα να διασφαλίσει τις ποσότητες που έχει ανάγκη.
Η Ελλάδα είχε μόλις αρχίσει να βλέπει φως στο τούνελ της οικονομικής κρίσης, αλλά συνέχιζε να ζορίζεται με το ζήτημα των υπέρογκων υπερβάσεων στη φαρμακευτική δαπάνη και το clawback, το ποσό της υπέρβασης το οποίο επιβαρύνονται οι εταιρείες, βάραινε όλο και περισσότερο την αγορά.
Πρακτικά, η αγορά δυσκολευόταν να απορροφήσει το αυξανόμενο κόστος, σε συνδυασμό με clawback και rebates (υποχρεωτικές εκπτώσεις) και η ανησυχία πως η χώρα μας θα αντιμετωπίσει πρόβλημα διασφάλισης επαρκών ποσοτήτων ηπαρινών εντάθηκε.
Έτσι ξεκίνησαν οι συζητήσεις με τα αρμόδια Υπουργεία Υγείας και Οικονομικών για τη θέσπιση μιας ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, που θα επέτρεπε στην αγορά των ηπαρινών να είναι έστω και οριακά βιώσιμη. Τελικώς, το 2021 η ομάδα των ηπαρινών εξαιρέθηκε από το clawback, δημιουργώντας «χώρο» στη δαπάνη ύψους περίπου 45-50 εκατ. ευρώ.
Αντίστοιχη νομοθετική ρύθμιση αναμενόταν και για το 2022. Μετά από μήνες διαβεβαιώσεων η τροπολογία συντάχθηκε και αναμενόταν να κατατεθεί μαζί με τις υπόλοιπες αλλαγές στη φαρμακευτική πολιτική με το σχέδιο νόμου της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Η διάταξη, όμως, για την εξαίρεση των ηπαρινών από την καταβολή του clawback για το 2022 δεν κατατέθηκε, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες, «κόπηκε» από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Αξίζει να προσθέσουμε πως στην αρχική ρύθμιση για το 2021 παραλείφθηκε να συμπεριληφθεί η αγορά των νοσοκομείων, που αντιστοιχεί σε μια δαπάνη περίπου 15 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται οι εταιρείες και με το clawback των νοσοκομειακών ηπαρινών. Υπήρξε διαβεβαίωση ότι η παράλειψη θα αποκατασταθεί, με τη διάταξη για την επέκταση της απαλλαγής το 2022, οπότε και αυτό το ζήτημα έχει μείνει ανοικτό.
Εξέλιξη στο θέμα ίσως υπάρχει βέβαια πριν το τέλος της εβδομάδας, καθώς σύμφωνα με πληροφορίες προγραμματίζεται συνάντηση στο Υπουργείο Υγείας με τις εταιρείες που εισάγουν ηπαρίνες.
Ανησυχία στους ασθενείς
Η επάρκεια πρώτων υλών για την παρασκευή των ηπαρινών δεν έχει αποκατασταθεί, και άρα ο «αγώνας» στον οποίο επιδίδονται οι χώρες για να διασφαλίσουν επαρκείς ποσότητες ηπαρίνης συνεχίζεται.
Με την αγορά στην Ελλάδα να κινδυνεύει να καταστεί απαγορευτική για την εισαγωγή του αντιπηκτικού φαρμάκου, ορατή είναι η απειλή να μειωθούν δραστικά οι ποσότητες που φθάνουν στους Έλληνες ασθενείς, καθώς ποσότητες θα κατευθύνονται σε πιο βιώσιμες αγορές.
Προς το παρόν η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει ζήτημα έλλειψης ηπαρινών. Η αβεβαιότητα για το μέλλον και το πιθανό αδιέξοδο εντείνει την ανησυχία ασθενών, ειδικώς χρονίως πασχόντων όπως οι νεφροπαθείς. «Χωρίς ηπαρίνη δεν μπορεί να γίνει αιμοκάθαρση», ξεκαθαρίζει ο κ. Λεοντόπουλος.
Για τον κ. Λεοντόπουλο αλλά και κάθε ασθενή και άνθρωπο του περιβάλλοντος του αυτό που έχει σημασία είναι να έχουν το φάρμακο τους. Είναι, σε πολλές περιπτώσεις, ζήτημα ζωής ή θανάτου. Ευθύνη της πολιτείας είναι λοιπόν να τους το διασφαλίζει.
Ο κ. Λεοντόπουλος φέρνει και το παράδειγμα της γ-σφαιρίνης, που παρουσιάζει σημαντική έλλειψη εδώ και καιρό (διαβάστε σχετικά), σημειώνοντας πως είναι αποτέλεσμα καθυστερήσεων στις διαπραγματεύσεις. Οι ελλείψεις θέτουν ζωές σε κίνδυνο, μας αναφέρει, τονίζοντας πως όταν υπάρχει τρόπος να επιλυθεί ένα πρόβλημα που αφορά την επιβίωση τόσων ατόμων δεν θα πρέπει να υπάρχουν αναβολές.