Ο διατροφικός δείκτης που «κόβει» τόσα χρόνια ζωής όσα και το κάπνισμα
Μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition έδειξε ότι ο χαμηλός δείκτης ω-3 λιπαρών οξέων είναι εξίσου ισχυρός προγνωστικός παράγοντας πρόωρου θανάτου με το κάπνισμα. Το εύρημα-ορόσημο προήλθε βάσει ανάλυσης δεδομένων από τη μελέτη Framingham, μια από τις πιο μακροχρόνιες μελέτες παγκοσμίως.
Η Framingham Heart Study παρείχε μοναδικά στοιχεία για τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου και οδήγησε στην ανάπτυξη της Βαθμολογίας Κινδύνου Framingham, η οποία βασίζεται σε οκτώ βασικούς παράγοντες κινδύνου –την ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα, τη θεραπεία κατά της υπέρτασης, τη διαβητική κατάσταση, τη συστολική αρτηριακή πίεση, τη συνολική χοληστερόλη και την HDL χοληστερόλη.
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου παγκοσμίως και ο κίνδυνος μπορεί να μειωθεί μέσω αλλαγών σε παράγοντες της συμπεριφοράς όπως η ανθυγιεινή διατροφή, η σωματική αδράνεια, το κάπνισμα και το αλκοόλ. Έτσι, οι ερευνητές της παρούσας μελέτης αναφέρουν ότι οι βιοδείκτες που ενσωματώνουν επιλογές του τρόπου ζωής μπορεί να βοηθούν στον εντοπισμό ατόμων σε κίνδυνο και να χρησιμεύουν στην αξιολόγηση θεραπευτικών προσεγγίσεων, στην αποτροπή της θνητότητας και στην καθυστέρηση του θανάτου.
Ανάμεσα στους διατροφικούς βιοδείκτες βρίσκονται τα λιπαρά οξέα, είτε αυτά μετρώνται στο πλάσμα είτε στις μεμβράνες των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Τα λιπαρά οξέα που σχετίζονται κυρίως με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και συνολικής θνητότητας (θανάτου από οποιαδήποτε αιτία) είναι τα ω-3 λιπαρά οξέα EPA και DHA, τα οποία βρίσκονται συνήθως σε λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός και η ρέγγα.
Σε μια αναφορά του 2018 που περιελάμβανε 2.500 συμμετέχοντες με μέσο χρόνο παρακολούθησης 7,3 έτη (ηλικίες από 66 έως 73 ετών) το βασικό περιεχόμενο σε EPA και DHA (δείκτης ω-3) σχετιζόταν σημαντικά και αντίστροφα με τον κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.
Πράγματι, τα άτομα με υψηλότερο δείκτη ω-3 είχαν 33% λιγότερες πιθανότητες να αποβιώσουν κατά τη διάρκεια των ετών παρακολούθησης συγκριτικά με εκείνα με τον χαμηλότερο δείκτη ω-3. Παρόμοιοι συσχετισμοί έχουν παρατηρηθεί και σε αρκετές ακόμα μελέτες.
Σημειώνεται ότι ο δείκτης ω-3 μετρά την ποσότητα των EPA και DHA στις μεμβράνες των ερυθρών αιμοσφαιρίων και είναι δείκτης της κατάστασης των ω-3. Οι βέλτιστες τιμές του είναι από 8% και άνω, οι μέτριες μεταξύ 4-8% και οι χαμηλές κάτω του 4%. Σύμφωνα με τους ερευνητές πάντως, το εύρημα ότι οποιαδήποτε μέτρηση με βάση τα λιπαρά οξέα είναι δυνατό να έχει προγνωστική δύναμη παρόμοια με αυτή των καλά εδραιωμένων παραγόντων κινδύνου ήταν απροσδόκητο.
«Πρακτικά, οι διατροφικές επιλογές που τροποποιούν τον δείκτη ω-3 μπορεί να επιμηκύνουν τη ζωή. Στο τελικό συνδυαστικό μοντέλο, το κάπνισμα και ο δείκτης ω-3 φάνηκε να είναι οι πιο εύκολα τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου. Ένας καπνιστής ηλικίας 65 ετών προβλέπεται πως χάνει πάνω από τέσσερα χρόνια ζωής (συγκριτικά με έναν μη καπνιστή), διάρκεια που ισοδυναμεί με τον χαμηλό έναντι του υψηλού δείκτη ω-3», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Michael McBurney.
«Οι πληροφορίες που φέρουν οι συγκεντρώσεις τεσσάρων λιπαρών οξέων στα ερυθρά αιμοσφαίρια ήταν εξίσου χρήσιμες με αυτές των επιπέδων λιπιδίων, της αρτηριακής πίεσης, του καπνίσματος και της διαβητικής κατάστασης όσον αφορά στην πρόβλεψη της συνολικής θνησιμότητας. Αυτό δείχνει τη δύναμη του δείκτη ω-3 ως παράγοντα κινδύνου, γι’αυτό και θα πρέπει να θεωρηθεί εξίσου ή ίσως και πιο σημαντικός με άλλους εδραιωμένους παράγοντες κινδύνου» καταλήγουν οι επιστήμονες.