ΠΟΥ και Unicef προειδοποιούν ότι αναμένεται σημαντική αύξηση κρουσμάτων ιλαράς παγκοσμίως

Η νέα έκθεση του ΠΟΥ και της Unicef προειδοποιεί ότι μια σημαντική αύξηση κρουσμάτων ιλαράς αναμένεται παγκοσμίως λόγω της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης που παρατηρείται. Δεν φταίει μόνο η πανδημία για αυτό, καθώς είναι πολύ οι λόγοι που εμποδίζουν τον κόσμο να εμβολιάσει τα παιδιά του σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πάνω από 17.000 περιπτώσεις έχουν ήδη αναφερθεί παγκοσμίως τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, μια αύξηση που έχει φτάσει περίπου το 80% των 9.665 περιπτώσεων την ίδια περίοδο τον περασμένο χρόνο. Η ίδια έκθεση τονίζει ότι τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού τα προηγούμενα χρόνια είναι ένας από τους παράγοντες που έπαιξαν ρόλο σε αυτή την αύξηση. Η ιλαρά είναι μια ασθένεια που θεραπεύεται, αυτό που είναι ανησυχητικό είναι τα κρούσματα που αυξάνονται.  Η ιλαρά προλαμβάνεται εύκολα με ένα εμβόλιο που είναι διπλής δόσης και συνήθως χορηγείται στα παιδιά που φτάνουν την ηλικία των 4 ετών. Σημειώνεται ότι το εμβόλιο παρέχει προστασία για όλη τη ζωή ενός ατόμου.

Ποια είναι τα συμπτώματα της ιλαράς

Η ιλαρά προκαλείται από έναν ιό ο οποίο διασπείρεται μέσω των ιικών σταγονιδίων όταν ένα άτομο που έχει τον ιό βήχει ή φτερνίζεται. Όπως αναφέρει ο λέκτορας Μικροβιολογίας στο The Converastion, Conor Meehan, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πυρετό, βήχα, κόκκινα μάτια και εξάνθημα. Η ιλαρά είναι κολλητική και είναι ένας από τους πιο εύκολα μεταδιδόμενους ιούς που επηρεάζουν τους ανθρώπους. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο για τα παιδιά, που μπορεί να αναπτύξουν σοβαρές επιπλοκές όπως πνευμονία και διόγκωση του εγκεφάλου ως αποτέλεσμα της ιλαράς.

Μπορεί να μεταδοθεί από ένα μολυσμένο άτομο από τέσσερις ημέρες πριν έως τέσσερις ημέρες μετά την εμφάνιση του εξανθήματος. Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει ενεργός και μεταδοτικός στον αέρα ή σε μολυσμένες επιφάνειες έως και δύο ώρες.

Το πρώτο σημάδι της ιλαράς είναι συνήθως ο υψηλός πυρετός, ο οποίος μπορεί να αρχίσει οπουδήποτε από 7 έως 21 ημέρες μετά την έκθεση στον ιό – αν και οι 10-12 ημέρες είναι οι πιο συνηθισμένες – και διαρκεί τέσσερις έως επτά ημέρες.

Στο αρχικό στάδιο μπορεί να εμφανιστεί ρινική καταρροή, βήχας, κόκκινα και υγρά μάτια και μικρές λευκές κηλίδες στο εσωτερικό των μάγουλων.

Μετά από αρκετές ημέρες, ξεσπά ένα εξάνθημα, συνήθως στο πρόσωπο και στο άνω μέρος του λαιμού. Σε διάστημα περίπου τριών ημερών, το εξάνθημα εξαπλώνεται, φτάνοντας τελικά στα χέρια και τα πόδια. Το εξάνθημα διαρκεί για πέντε έως έξι ημέρες και στη συνέχεια εξασθενεί. Κατά μέσο όρο, το εξάνθημα εμφανίζεται 14 ημέρες μετά την έκθεση στον ιό (εντός ενός εύρους 7 έως 18 ημερών).

Οποιοδήποτε μη ανοσοποιημένο άτομο – όποιος δεν έχει νοσήσει στο παρελθόν, δεν έχει εμβολιαστεί ή εμβολιάστηκε αλλά δεν ανέπτυξε ανοσία – μπορεί να μολυνθεί. 

Εάν το παιδί είναι άνω των 6 μηνών, η καλύτερη στρατηγική είναι να γίνει το εμβόλιο MMR εντός 72 ωρών από την επαφή. Εάν είναι κάτω των 6 μηνών, τότε μπορεί να συνιστάται μια ένεση «ανθρώπινης φυσιολογικής ανοσοσφαιρίνης» ή «HNIG«. Αυτό πρέπει να χορηγηθεί εντός έξι ημερών από την έκθεση και παρέχει προσωρινή αλλά άμεση προστασία. Ένα παιδί με ιλαρά θα πρέπει να μείνει εκτός σχολείου τουλάχιστον τέσσερις ημέρες μετά την εμφάνιση του εξανθήματος.

Ποιες είναι οι πιθανές επιπλοκές της ιλαράς

Οποιοσδήποτε πάσχει από ιλαρά μπορεί να εμφανίσει σοβαρές ή και θανατηφόρες επιπλοκές, αλλά οι επιπλοκές είναι πιο συχνές σε παιδιά κάτω των 5 ετών ή σε ενήλικες άνω των 30 ετών.

Οι πιο σοβαρές επιπλοκές της ιλαράς περιλαμβάνουν:

απώλεια της όρασης
εγκεφαλίτιδα (λοίμωξη που προκαλεί διόγκωση του εγκεφάλου)
σοβαρή διάρροια
σχετική αφυδάτωση
λοιμώξεις των αυτιών
σοβαρές λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος, όπως πνευμονία

Δεν υπάρχει ειδική αντιιική θεραπεία για τον ιό της ιλαράς. Ωστόσο, οι σοβαρές επιπλοκές από την ιλαρά μπορούν να αποφευχθούν μέσω υποστηρικτικής φροντίδας που εξασφαλίζει καλή διατροφή, επαρκή πρόσληψη υγρών και θεραπεία της αφυδάτωσης. Αντιβιοτικά πρέπει να συνταγογραφούνται για τη θεραπεία των λοιμώξεων των ματιών και των αυτιών και της πνευμονίας.

Η ιλαρά είναι εξαιρετικά μεταδοτική και εξαπλώνεται οπουδήποτε υπάρχει μια ομάδα ευπαθών ατόμων. Ορισμένοι γονείς βασίζονται στην «ανοσία της αγέλης«, δηλαδή στο γεγονός ότι οι περισσότεροι άλλοι άνθρωποι έχουν ανοσία και ότι επομένως ο κίνδυνος επαφής είναι σχετικά χαμηλός. Ωστόσο, αρκεί να είναι λίγοι άνθρωποι ανεμβολίαστοι για να ξεκινήσει μια μίνι επιδημία, ή το παιδί μπορεί να συναντήσει τη μόλυνση ενώ ταξιδεύει στο εξωτερικό.

Ποιες χώρες έχουν την χαμηλότερη εμβολιαστική κάλυψη

 Στα μέρη όπου υπάρχει υψηλή εμβολιαστική κάλυψη είναι χαμηλό το επίπεδο μόλυνσης και θανάτων. Παρόλα αυτά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ιλαρά «χτυπά» ακόμα και σήμερα και δεν γνωρίζει από σύνορα.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι περιπτώσεις αυτές αυξάνονται πιο γρήγορα σε περιοχές όπου ο εμβολιασμός είναι χαμηλός. Η Σομαλία, Η Υεμένη, Το Αφγανιστάν, Η Νιγηρία και η Αιθιοπία είναι οι χώρες στην οποίες τον τελευταίο χρόνο εντοπίστηκαν τα περισσότερα κρούσματα. Σε αυτές τις περιοχές μόνο το 46% -68% του πληθυσμού εμβολιάζεται κατά της ιλαράς. Τυπικά, προτείνεται να είναι εμβολιασμένο το 95% του πληθυσμού της κάθε χώρας.

Τα χαμηλά επίπεδα εμβολιασμού σε αυτές τις χώρες έχουν τη ρίζα του προβλήματος σε πολλούς λόγους όπως η χαμηλή επένδυση στα υγειονομικά συστήματα όπως επίσης στις συγκρούσεις και τις φυσικές καταστροφές που πλήττουν τα εμβολιαστικά προγράμματα. Αυτό σημαίνει ότι αρκετά παιδιά δεν έκαναν την πρώτη ή τη δεύτερη δόση του εμβολίου της ιλαράς κατά την διάρκεια της πανδημίας, γεγονός που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.

Αυτοί οι λόγοι σίγουρα εμποδίζουν τον κόσμο να πάει να εμβολιάσει τα παιδιά του. Η ιλαρά είναι κολλητική όμως και όταν πολλοί άνθρωποι είναι μαζί συγκεντρωμένοι όπως συμβαίνει στα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων σίγουρα η κατάσταση επιδεινώνεται.

Σύμφωνα με την έκθεση του ΠΟΥ τα κρούσματα άρχισαν να αυξάνονται και σε άλλες περιοχές όπως είναι η Βρετανία. Το 2019, τα 119 από τα 94 κράτη – μέλη του ΠΟΥ είχαν φτάσει το 90% της εμβολιαστικής κάλυψης. Το 2020 αυτό το ποσοστό έπεσε στις 75 χώρες και οι μεγαλύτερες μειώσεις καταγράφηκαν στην Ολλανδία, την Αρμενία και την Αρμενία. Μόνο στην Βρετανία το 87% των ατόμων είναι πλήρως εμβολιασμένοι κατά της ιλαράς ανάλογα την περιοχή με κάποιες περιοχές όπως το Λονδίνο να έχουν ένα ποσοστό που αγγίζει το 75%. Τα ίδια καταγράφονται και στις ΗΠΑ με τις περιπτώσεις να αυξάνονται από το 2020 και έπειτα.

Πέρα από την πανδημία και τον πόλεμο υπάρχει και άλλος ένας παράγοντας που επίσης συμβάλει στην ολοένα και χαμηλότερα εμβολιαστική κάλυψη και αυτός δεν είναι άλλος από την διστακτικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, τα παιδιά και οι έγκυες γυναίκες έχουν ακόμα μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης και ειδικά όσοι δεν έχουν κάνει εμβόλια οι οποίοι μπορεί με τη σειρά τους να κολλήσουν άλλους ανεμβολίαστους ανθρώπους. Για αυτό είναι σημαντική η διασφάλιση ότι τα εμβολιαστικά προγράμματα θα συνεχίσουν και ότι ο κόσμος εκπαιδεύεται σωστά γύρω από τα οφέλη του εμβολιασμού σε όλο τον κόσμο.