Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε μία στρατηγική για την ενδυνάμωση και την κλιμάκωση της γονιδιωματικής επιτήρησης παθογόνων μικροοργανισμών σε όλο τον κόσμο.
Ιστορικά, μόνο λίγες χώρες πραγματοποιούν επί συστηματική βάσεως γονιδιωματική επιτήρηση, μία τεχνολογία που θεωρείται περίπλοκη και ακριβή. Η COVID-19, όμως, το άλλαξε αυτό. Μία στις τρεις χώρες δεν έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν αυτό το εργαλείο.
Η γονιδιωματική επιτήρηση είναι το εργαλείο για την τακτική παρακολούθηση παθογόνων και την ανάλυση γενετικών ομοιοτήτων και διαφορών. Βοηθάει τους ερευνητές, τους επιδημιολόγους και τους αξιωματούχους δημόσιας υγείας να παρακολουθήσουν την πορεία μολυσματικών ασθενειών, να προειδοποιήσουν για τη διασπορά τους και να αναπτύξουν αντίμετρα, όπως τα εμβόλια.
Η Παγκόσμια στρατηγική γονιδιωματικής επιτήρησης για παθογόνους με πανδημική και επιδημική προοπτική για το διάστημα 2022-2032 δεν αφορά συγκεκριμένα κάποιο παθογόνο ή ασθένεια. Παρέχει ένα υψηλού επιπέδου ενοποιητικό πλαίσιο για την αξιοποίηση των υφιστάμενων ικανοτήτων, την αντιμετώπιση των φραγμών και την ενίσχυση της χρήσης της γονιδιωματικής επιτήρησης παγκοσμίως.
Δεδομένα που συλλέχθηκαν από τον ΠΟΥ έδειξαν ότι τον Μάρτιο του 2021, το 54% των χωρών είχαν αυτήν την ικανότητα. Από τον Γενάρη του 2022, χάρη σε τεράστιες επενδύσεις που έγιναν κατά την πανδημία της COVID, αυτό το ποσοστό έφτασε στο 68%.
Ακόμα μεγαλύτερη πρόοδος έγινε στη δημοσίευση δεδομένων αλληλούχισης. Τον Γενάρη του 2022, 43% περισσότερες χωρών δημοσίευσαν τα δεδομένα αλληλούχισης σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Παρά την πρόοδο αυτή, μπορούν να γίνουν πολλά περισσότερα. Κάθε νέα τεχνολογία έρχεται με το ρίσκο της αύξησης της ανισότητας πρόσβασης, ένα κενό που θέτει ως στόχο η στρατηγική.
Διάφορα προγράμματα Δημόσιας Υγείας, από τον Έμπολα ως τη Χολέρα – χρησιμοποιούν την γονιδιωματική παρατήρηση για να κατανοήσουν ένα παθογόνο σε μοριακό επίπεδο αλλά η COVID-19 έχει υπογραμμίσει τις προκλήσεις της κλιμάκωσης αυτής της διαδικασίας.