Πόνος στο στήθος: Είναι έμφραγμα; Η εξέταση που το αποκαλύπτει
Όταν ένας ασθενής εισάγεται στο νοσοκομείο με πόνο στο στήθος, το μυαλό των γιατρών πάει αμέσως στο έμφραγμα. Πράγματι, η γρήγορη διάγνωση είναι σημαντική, αλλά οι εξετάσεις –και μάλιστα επεμβατικές- είναι εκείνες που θα επιβεβαιώσουν αν είναι σωστή ή μήπως ο πόνος οφείλεται σε κάτι άλλο.
Θα μπορούσε, λοιπόν, ένα απλό τεστ αίματος να συμβάλει στη μη επεμβατική διάγνωση του εμφράγματος; Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Cardiovascular Medicine υποδεικνύει πως αυτό είναι εφικτό.
Στη μελέτη εντοπίστηκαν χαρακτηριστικοί δείκτες στο αίμα των ασθενών με έμφραγμα που ξεχώριζαν από εκείνους που έπασχαν από πόνο στο στήθος ή κάποια άλλη αιτία. Οι ερευνητές ευελπιστούν πως τα αποτελέσματα θα οδηγήσουν σε νέες διαγνωστικές εξετάσεις για τα εμφράγματα.
Αν κάποιος δεν έχει αισθανθεί ποτέ πόνο στο στήθος, η πιθανότητα ενός εμφράγματος έρχεται εύκολα στο μυαλό του. Παρόλο που ο πόνος στο στήθος είναι ένα σημαντικό σύμπτωμα του εμφράγματος, υπάρχει μια ποικιλία άλλων παθήσεων που μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα και πολλές από αυτές δεν είναι καν σοβαρές. Αν ένας ασθενής παρουσιάσει πόνο στο στήθος ενώ βρίσκεται σε νοσοκομείο, οι γιατροί θα αποφασίσουν άμεσα αν η αιτία είναι το έμφραγμα, ενώ η έγκαιρη θεραπεία είναι σημαντική για τον περιορισμό της βλάβης που προκαλείται.
Προς το παρόν, αυτό περιλαμβάνει τη στεφανιαία αγγειογραφία, εξέταση κατά την οποία τοποθετείται καθετήρας στα αιμοφόρα αγγεία της καρδιάς. Παρότι αποτελεσματική, η αγγειογραφία είναι μια επεμβατική εξέταση και είναι γεγονός πως κανείς δεν θέλει να υποβληθεί σε μια τέτοια διαδικασία αν δεν είναι απαραίτητο. Επιπλέον, σε πολυσύχναστα ή ανεπαρκώς εξοπλισμένα νοσοκομεία, η αγγειογραφία μπορεί να μην είναι διαθέσιμη ανά πάσα ώρα. Μια άλλη εξέταση περιλαμβάνει τη λήψη δείγματος αίματος για τον έλεγχο των πρωτεϊνών που υποδεικνύουν βλάβη στον καρδιακό μυ. Ωστόσο, αυτοί οι δείκτες κάποιες φορές είναι αναξιόπιστοι, καθώς μπορεί να εμφανισθούν αυξημένοι λόγω άλλων παθήσεων.
Τα προβλήματα αυτά ενέπνευσαν τους ερευνητές να αναζητήσουν νέους δείκτες στο αίμα που θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα μοναδικό αποτύπωμα για το έμφραγμα. Στράφηκαν, λοιπόν, στα μικρά μόρια που λέγονται μεταβολίτες και παράγονται κατά τη διάρκεια βιοχημικών διαδικασιών στο σώμα.
«Αναλύσαμε τους κυκλοφορούντες μεταβολίτες σε δείγματα αίματος πλάσματος από ασθενείς με πόνο στο στήθος, μεταξύ των οποίων περιστατικά εμφράγματος και άλλα καρδιακά περιστατικά με παρόμοιο πόνο για να εντοπίσουμε πιθανούς δείκτες για διάγνωση του εμφράγματος και πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια. Τέτοιοι δείκτες θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ βοηθητικοί στην έγκαιρη επιβεβαίωση ενός εμφράγματος όταν η αγγειογραφία δεν είναι διαθέσιμη», εξηγεί ο Δρ. Xiangqing Kong από το Ιατρικό Πανεπιστήμιο Nanjing και συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές συγκέντρωσαν δείγματα αίματος από 146 ασθενείς που παρουσιάστηκαν στο νοσοκομείο με πόνο στο στήθος και άλλους 84 υγιείς εθελοντές. Από τους 146 ασθενείς με πόνο στο στήθος, επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια πως οι 85 είχαν υποστεί έμφραγμα, ενώ ο πόνος των υπολοίπων οφειλόταν σε άλλες αιτίες.
Το εντυπωσιακό κατά την ανάλυση των δειγμάτων, μάλιστα, ήταν ότι οι ερευνητές βρήκαν μια σειρά μεταβολιτών που βρίσκονταν σε διάφορες ποσότητες και οι διαφορές τους ήταν αρκετά σημαντικές ώστε να διαχωριστούν με επιτυχία ανάμεσα στα δείγματα των ασθενών με έμφραγμα, αυτών με πόνο στο στήθος που δεν σχετιζόταν με έμφραγμα και τους υγιείς εθελοντές. Οι τρεις μεταβολίτες έδειξαν ιδιαίτερα ελπιδοφόροι ως διαγνωστικοί δείκτες.
«Ακόμα και μετά την προσαρμογή των δεδομένων σε άλλους παράγοντες καρδιακού κινδύνου όπως η υπέρταση, το κάπνισμα και το ιστορικό διαβήτη, οι μεταβολίτες δεοξυουριδίνη, ομοσερίνη και μεθειονίνη σημείωσαν υψηλή βαθμολογία ως πιθανοί προγνωστικοί και διαγνωστικοί δείκτες εμφράγματος», προσθέτει Δρ. Jiye Aa από το Πανεπιστήμιο Φαρμακολογίας της Κίνας, επίσης συγγραφέας της μελέτης.
Στην πραγματικότητα, ένας ασθενής με υποψία εμφράγματος πιθανότατα θα υποβληθεί σε διάφορες εξετάσεις πριν επιβεβαιωθεί το έμφραγμα, αλλά η επέκταση του διαθέσιμου οπλοστασίου αξιόπιστων εξετάσεων θα είναι χρήσιμη για τους γιατρούς ώστε να περιορίσουν άμεσα τις πιθανές διαγνώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιστήμονες στοχεύουν να διενεργήσουν περαιτέρω έρευνα για να αξιολογήσουν πώς και γιατί αυτοί οι βιοδείκτες εμπλέκονται στο έμφραγμα.