Σε «τεντωμένο σκοινί» οι σχέσεις κυβέρνησης – φαρμακευτικών εταιρειών, εντείνοντας την ανησυχία για το μέλλον της πρόσβασης σε θεραπείες

Προβληματισμός επικρατεί για την επόμενη ημέρα της φαρμακευτικής αγοράς στη χώρα. Οι τελευταίες αλλαγές που εισήχθησαν στους ήδη πιεσμένους προϋπολογισμούς φέρνει τις εταιρείες, ειδικά όσες διαθέτουν φάρμακα σοβαρών παθήσεων, σε αδιέξοδο. Μαζί τους κινδυνεύει και η έγκαιρη πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες.

Πικρή γεύση άφησε στους εκπρόσωπος των φαρμακευτικών εταιρειών, η συνάντηση της Τρίτης με τον Υπουργό Υγείας.

Ο Θ. Πλεύρης εμφανίστηκε αμετακίνητος στην απόφαση διαίρεσης του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ, σε δαπάνη για φάρμακα σοβαρών παθήσεων, γνωστά έως ΦΥΚ και φάρμακα κοινότητας, απορρίπτοντας , παράλληλα, την πιθανότητα αύξησης του, πέραν των 2,088 δισ. ευρώ.

Την επομένη της συνάντησης ήταν πλέον σαφές ότι η δυσαρέσκιά της φαρμακευτικής αγοράς για τα νέα μέτρα και τη συνολική αντιμετώπιση του κλάδου είχε «χτυπήσει κόκκινο». Η ανακοίνωση του ΣΦΕΕ είναι ενδεικτική του κλίματος, ενώ στην ίδια κατεύθυνση αναμένεται να κινηθεί και το Pharma Innovation Forum (PIF), που πραγματοποιεί σήμερα έκτακτη συνέντευξη τύπου για τις εξελίξεις.

Οι τελευταίες αλλαγές στη φαρμακευτική δαπάνη, σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία διαρθρωτικών μέτρων που θα συνέβαλαν στον έλεγχο της, αλλά και την πολυετή υποχρηματοδότηση του προϋπολογισμού για τα φάρμακα έχουν δημιουργήσει ένα σαθρό επιχειρηματικό περιβάλλον, που απειλεί τη βιωσιμότητα των εταιρειών, ξεκαθαρίζει ο κλάδος.

Άλλωστε, η ανεπάρκεια του προϋπολογισμού είναι και το βασικό σημείο που βρίσκει απολύτως σύμφωνες όλες τις εταιρείες, που κρίνουν πως η ενίσχυση του είναι μονόδρομος.

Πέραν της διατήρησης των θέσεων εργασίας και της βιωσιμότητας των ίδιων των εταιρειών, αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία είναι τα πιθανά εμπόδια που μπορεί να τεθούν στην πρόσβαση των ασθενών σε θεραπείες, ειδικά για τις σοβαρές και χρόνιες παθήσεις, που αποτελούν και το κομμάτι εκείνο της δαπάνης, τα λεγόμενα ΦΥΚ, που δέχεται και ασύμμετρη πίεση, όπως καταγγέλλεται.

Την κατάσταση επιδεινώνει φυσικά και η κούρσα ανόδου της νοσοκομειακής δαπάνης κατά την πανδημία, ενώ τα υψηλά ποσοστά εκπτώσεων που ζητούνται a priori από τις εταιρείες στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για την αποζημίωση στην αρμόδια Επιτροπή, επίσης αποτελούν εμπόδιο, που άγνωστο είναι αν θα βρεθεί τρόπος να ξεπεραστεί.

Δημοσιονομικές «ανάσες» θα μπορούσαν να φέρουν, κατά την αγορά, η κάλυψη της δαπάνης των ανασφάλιστων από άλλα ταμεία, όπως του Υπ. Εργασίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και η εξαίρεση της δαπάνης του ΙΦΕΤ, η οποία βάσει των αλλαγών «πέφτει» στο κομμάτι των ΦΥΚ. Αντίστοιχα, ζητούμενο είναι τι θα γίνει τελικά με τις ηπαρίνες και αν θα καλυφθεί η δαπάνη τους, εξαιρώντας τις από το clawback, όπως έγινε την περασμένη χρονιά, εξέλιξη που εκτιμάται ότι ίσως παρείχε χώρο στη δαπάνη.

«Η Κυβέρνηση – σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες- αγνοεί τις αυξημένες φαρμακευτικές ανάγκες λόγω της πανδημίας της COVID-19, αγνοεί την αυξητική τάση σημαντικών χρονίων παθήσεων, αγνοεί την αυξητική τάση των νεοπλασιών, αγνοεί την αυξημένη θεραπευτική αξία νέων καινοτόμων θεραπειών και διατηρεί επί 9 συναπτά έτη την υποχρηματοδότηση της δημόσιας δαπάνης την ίδια στιγμή που επικροτεί τις θεραπευτικές αποφάσεις των ιατρών και τις επιλογές θεραπειών που κάνουν. Γιατί όχι άλλωστε, αφού έχει αποφασίσει να μην τις πληρώνει αλλά να τις φορτώνει στις πλάτες των φαρμακευτικών επιχειρήσεων», αναφέρει ο ΣΦΕΕ στην ανακοίνωση του, αφήνοντας σαφώς την αίσθηση πως οι όποιες ανακοινώσεις του Υπουργού Υγείας για την τελική κατανομή της δημόσιας δαπάνης του ΕΟΠΥΥ για το φάρμακο τη Δευτέρα, δεν θα μπορέσουν να εξομαλύνουν την κατάσταση.