Χαλκιδική: Πυροβόλησε δύο αδέλφια και εκείνοι τον συγχώρεσαν – «Θα τον αγκαλιάσω αν μετάνιωσε»
Ποινή κάθειρξης 11 ετών και ενός μήνα, επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης στον «πιστολέρο» που τον Ιούνιο του 2019 πυροβόλησε δύο αδέλφια έξω από γυμναστήριο στα Νέα Μουδανιά Χαλκιδικής.
Ο 35χρονος με καταγωγή από τη Γεωργία επιστρέφει στη φυλακή, καθώς κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή, απόπειρα επικίνδυνης σωματικής βλάβης, παράβαση του νόμου περί όπλων, ενώ δεν του αναγνωριστηκε κανένα ελαφρυντικό. Το δικαστήριο αποφάσισε η έφεσή του να μην έχει αναστελουσα δύναμη, ενώ απάλλαξε από τις κατηγορίες τους υπόλοιπους δύο κατηγορούμενους για τη συμμετοχή τους στην υπόθεση.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, το περιστατικό με τους πυροβολισμούς σημειώθηκε το απόγευμα της 19ης Ιουνίου του 2019, όταν ο 35χρονος με δύο φίλους του ξεκίνησαν με αυτοκίνητο από την περιοχή της Περαίας στη Θεσσαλονίκη και εντόπισαν τον ιδιοκτήτη του γυμναστηρίου στα Νέα Μουδανιά, για να λύσουν μια… ερωτική παρεξήγηση που αφορούσε μια κοπέλα.
Το θύμα εκείνη την ώρα μιλούσε με τον αδελφό του έξω από το γυμναστήριο όταν ο 35χρονος τον πλησίασε και του ζήτησε να μιλήσουν. Δευτερόλεπτα αργότερα ο δράστης τον χτύπησε με μπουνιά στο πρόσωπο και τότε επενέβη ο αδελφός του που ορμηξε επάνω του και τον έριξε στο έδαφος. Ο 35χρονος, αντιλαμβαμομενος ότι τα δύο αδέλφια υπερέχουν κατά πολύ σε σωματική διάπλαση και μυική δύναμη από εκείνον και τους φίλους του, έβγαλε το πιστόλι και πυροβόλησε τουλάχιστον τρεις φορές, τραυματίζοντας τον έναν ελαφρά στον ώμο.
Σύμφωνα με υλικό που κατέγραψαν κάμερες ασφαλείας επιχείρησης, ο 35χρονος, βλέποντας τα θύματα να τρέχουν, τους καταδίωξε πεζός για λίγα μέτρα, κρατώντας το όπλο στα χέρια, όμως δε κατάφερε να τους προλάβει.
Τα θύματα συγχώρεσαν τον «πιστολέρο»
Σήμερα, τρεισήμισι περίπου χρόνια μετά το αιματηρό επεισόδιο, τα δύο αδέλφια εξετάστηκαν ως μάρτυρες για την υπόθεση και στις καταθέσεις τους ενώπιον του δικαστηρίου δήλωσαν πως έχουν συγχωρέσει τον 35χρονο που τους πυροβόλησε και ότι δεν πιστεύουν πως ήθελε να τους σκοτώσει, παρά μόνο να τους εκφοβίσει, ζητώντας ουσιαστικά την επιείκεια του δικαστηρίου ως προς την ποινική τους μεταχείριση.
Ο ιδιοκτήτης του γυμναστηρίου και θύμα της επίθεσης, ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα για να καταθέσει σχετικά με τα όσα έγιναν το ζεστό απόγευμα του Ιουνίου. Κρατώντας διαρκώς ένα κομποσκοίνι στο χέρι, υποστήριξε ότι είναι βαθιά θρησκευόμενος και έχει συγχωρέσει τους κατηγορούμενους και ότι το μόνο που θέλει είναι να έχουν μετανιώσει πραγματικά για τις πράξεις τους ώστε να μην το κάνουν ξανά. Τόνισε, δε, ότι δεν επιθυμεί την τιμωρία τους από τη δικαιοσύνη.
Περιγράφοντας πώς έγινε το περιστατικό εκείνο το απόγευμα της 19ης Ιουνίου, ανέφερε πως κάθονταν με τον αδελφό του έξω από το γυμναστήριο που διατηρεί στα Νέα Μουδανιά, έπιναν καφέ και συζητούσαν, όταν περίπου στις 19.30 πέρασαν από μπροστά τους τρεις άνδρες πεζοί και ο ένας του είπε «έλα να σου πω κάτι».
«Πήγαμε 15 μέτρα μακριά και το μόνο που μου είπε είναι “τον δικό μου τον θύμωσες πολύ” και μετά με βάρεσε. Δεν έχω ιδέα ποιος ήταν ο δικός του. Με χτύπησε μπουνιά στο πρόσωπο και μέχρι να αντιδράσω ήρθε τρέχοντας ο αδελφός μου, όταν είδε ότι με χτύπησε και τον βάρεσε. Εγώ χτύπησα “προληπτικά” μπουνιά το δεύτερο άτομο, γιατί νόμιζα ότι θα μου επιτεθεί. Μόλις βάρεσα άκουσα το “μπαμ μπαμ” από το όπλο, δεν είδα από που βγήκε, ποιος το κρατούσε, μόνο το άκουσα», είπε στην κατάθεσή του.
«Άκουσα τρεις-τέσσερις πυροβολισμούς και ξεκίνησα να τρέχω. Είδα περιπολικό της αστυνομίας περίπου 200 μέτρα μακρυά. Τους φώναζα “τρέξτε γρήγορα, με πυροβόλησαν είναι και ο αδελφός μου”. Πήγαμε εκεί και τους συνέλαβαν. Μετά κοίταξα το χέρι μου και είδα ότι είμαι ματωμενος. Είχα ένα βαθύ σκίσιμο στον ώμο. Δε ξέρω αν εξοστρακίστηκε η σφαίρα και από τι έγινε, δε το κατάλαβα πότε», σημείωσε.
Ο μάρτυρας κατέθεσε στο δικαστήριο πως μόλις ηρέμησε αντιλήφθηκε ότι ο δράστης δεν σημάδευε εκείνον και τον αδελφό του, καθώς αν ήθελε να τους σκοτώσει θα μπορούσε να το είχε κάνει, ενώ μέχρι σήμερα, όπως υποστήριξε, δεν γνωρίζει γιατί τους επιτέθηκαν τα άτομα.
«Όπως κατέληξε το συμβάν, πιστεύω ότι ήθελε να με φοβίσει. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν έβγαζε το όπλο θα τις έτρωγε. Ήταν χωρίς αιτία η επίθεση, δεν είχα κάνει τίποτα. Ήμουν καλά μόλις έφαγα την μπουνιά. Ο δεύτερος κατηγορούμενος καθόταν και κοιτούσε. Νόμιζα ήρθαν να με δείρουν και τον χτύπησα, δεν αντέδρασε. Ακούσαμε τους πυροβολισμούς και αρχίσαμε να τρέχουμε», είπε στη συνέχεια της κατάθεσής του.
«Να τον συγχωρέσει ο Θεός»
Ο 33χρονος ανέφερε ενώπιον της έδρας πως δεν ζητάει την τιμωρία των κατηγορουμένων, μόνο να μην επαναλάβουν ξανά τις πράξεις τους. «Τους έχω συγχωρέσει από την πρώτη ημέρα. Πιστεύω πολύ στον Θεό, αυτή είναι η ζωή μου. Εσείς ξέρετε τι θα κάνετε, θέλω μόνο να μη το ξανά κάνουν. Δε τους φοβάμαι, φοβάμαι μόνο το Θεό. Δεν έπαθα κάτι, αν ήθελε πραγματικά να μου κάνει κακό θα το έκανε. Αυτή είναι η αλήθεια. Να μη τιμωρηθεί αν έχει μετανιώσει για αυτό που έκανε».
Στο συγκεκριμένο σημείο της κατάθεσής του, ο πρώτος κατηγορούμενος σηκώθηκε όρθιος, τον κοίταξε στα μάτια και του ζήτησε συγγνώμη, με τον μάρτυρα να απαντά «ο Θεός να σε συγχωρέσει», κρατώντας πάντα το κομποσκοίνι στο χέρι του.
Όπως είπε το θύμα πριν να ολοκληρώσει την κατάθεσή του, είναι πρώην ποδοσφαιριστής και πατέρας δύο ανήλικων κοριτσιών και πιστεύει πολύ στον Θεό. «Την πρώτη εβδομάδα μετά το συμβάν ήθελα να κάνω πολύ κακό. Έχω οικογένεια, η ζωή μου είναι η εκκλησία και τα μοναστήρια. Ήμουν πολύ θυμωμένος και ήθελα να καθαρίσω όποιον είχα μπροστά μου. Μετά ήρθα σε επαφή με τον πνευματικό μου και καθάρισαν όλα στο μυαλό μου», τόνισε.
«Θα τον αγκαλιάσω αν έχει μετανιώσει»
Ο αδελφός του, επίσης θύμα της επίθεσης, κατέθεσε με τη σειρά του ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε κάποιους από τους κατηγορούμενους και ότι όλα έγιναν μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Μιλώντας για τη στιγμή των πυροβολισμών, είπε ότι άκουσε τον 33χρονο να φωνάζει δυνατά “όπλο” και τότε κάλυψε το κεφάλι του με τα χέρια και ξεκίνησε να τρέχει, ενώ δευτερόλεπτα μετά άκουσε τους πυροβολισμούς.
Ερωτηθείς για το αν επιθυμεί την τιμωρία του ατόμου που πυροβόλησε, απάντησε πως «εύχομαι να έχει μετανιώσει αυτό που έκανε και θα τον αγκαλιάσω κιόλας. Δεν έχω εγώ να κερδίσω τίποτα, μακάρι όλα να είναι καλά».
«Το όπλο το παρέδωσε… διανομέας»
Στο δικαστήριο κατέθεσε ως μάρτυρας και ο αστυνομικός που το απόγευμα του Ιουνίου, είδε έντομο τον 33χρονο να τρέχει πίσω από το περιπολικό και να φωνάζει πως τους πυροβόλησαν. Όπως είπε, το θύμα είχε αίματα στον ώμο του και είπε στους αστυνομικούς ότι τον πυροβόλησαν.
«Αστυνομία σταματά, πυροβολούν τον αδελφό μου, σταμάτα’ μας φώναζε. Όταν φτάσαμε στο σημείο που μας υπέδειξε δεν βρήκαμε τίποτα και τα άτομα είχαν αποχωρήσει. Ο αδελφός του ήταν κοντά σε μια διασταύρωση και μας είπε προς τα που έφυγαν οι κατηγορούμενοι. Εντοπίσαμε τα δύο άτομα λίγο πιο κάτω, τους φωνάξαμε, τους ελέγξαμε και δε βρήκαμε κάτι επάνω τους. Δε μας είπαν τίποτα για το επεισόδιο, τίποτα απολύτως», ανέφερε.
Σύμφωνα με τον αστυνομικό, το πιστόλι που χρησιμοποίησε ο δράστης, εντοπίστηκε κοντά στο σημείο της σύλληψης, στη ρόδα ενός αυτοκινήτου, από έναν διανομέα ο οποίος το πήγε με το μηχανάκι και το παρέδωσε στους αστυνομικούς του Τμήματος.
Για τα μάτια μιας κοπέλας οι πυροβολισμοί
Στην απολογία του ο «πιστολέρο» ανέφερε ότι εκείνο το απόγευμα πήγε να βρει τον 33χρονο στο γυμναστήριο που διατηρούσε προκειμένου να λύσουν μια παρεξήγηση για μια κοπέλα που είχε στενές επαφές με έναν φίλο του, με την πρόεδρο του δικαστηρίου να τον ρωτάει «δεν μπορείτε να βρείτε κάτι πιο πιστευτό;».
«Φώναξα στην άκρη το παιδί, το χτύπησα μια φορά στο πρόσωπο και μετά δέχθηκα ένα χτύπημα και έπεσα κάτω. Σηκώθηκα, είδα ότι δεν “μπήκαν” οι άλλοι δύο, έβγαλα το όπλο και έριξα για εκφοβισμό, για να σταματήσω τη φασαρία. Το όπλο το έχω πάντα στο αυτοκίνητο γιατί με έχουν ληστέψει δύο φορές. Το είχα επάνω μου γιατί είναι πολύ σωματώδεις οι κύριοι, για την ασφάλεια μου. Δεν πήγα με σκοπό να πυροβολήσω αλλά χρειάστηκε και το έκανα. Δεν ήξερα ότι θα γίνουν έτσι τα πράγματα», είπε.
«Πίστεψα ότι θα ορμήσουν και οι δύο επάνω μου μόλις έπεσα κάτω. Την ώρα που σηκώθηκα έβγαλα το όπλο. Μόλις πυροβόλησα την πρώτη φορά, άρχισε να τρέχει. Έριξα δύο φορές κάτω και μια φορά πάνω στον τοίχο. Νόμιζα ότι έχουν και αυτοί όπλα και τους κυνηγησαμε. Σταματήσαμε όταν καταλάβαμε ότι δεν έχουν όπλα. Ζητάω συγνώμη στα παιδιά και για την ταλαιπωρία που τράβηξαν», ανέφερε στην απολογία του.