Ψυχογενής βουλιμία: Η κρυφή διατροφική διαταραχή που αφορά γυναίκες 20-24 ετών
Η ψυχογενής βουλιμία ανήκει στην τριάδα των διαταραχών πρόσληψης τροφής (ΔΠΤ), έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την απώλεια του ελέγχου στην πρόσληψη τροφής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το άτομο να προσλαμβάνει παρορμητικά μεγάλη ποσότητα τροφής σε μικρό χρονικό διάστημα, που, στη συνέχεια, προσπαθεί να αποβάλλει ή να «κάψει» όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Σε αντίθεση με την ψυχογενή ανορεξία, που, λόγω της ισχνότητας, γίνεται εύκολα και γρήγορα αντιληπτή, η ψυχογενής βουλιμία είναι μία «κρυφή» ψυχική πάθηση. Η ντροπή για την απώλεια του ελέγχου ή/και για την πρόκληση εμέτων κάνει το άτομο να προσπαθεί να κρύψει την ύπαρξή της. Το γεγονός ότι η διαταραχή δεν συνοδεύεται από τις εμφανείς ιατρικές επιπλοκές και τη σταδιακή εξασθένιση των σωματικών δυνάμεων της ψυχογενούς ανορεξίας, επιτρέπει στη διαταραχή να παραμείνει κρυφή για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς το άτομο διατηρεί στο ακέραιο τη λειτουργικότητά του.
Οι ειδικοί του Αιγινήτειου Νοσοκομείου αναλύουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της διαταραχής:
1. Το βουλιμικό επεισόδιο
Κατά τη διάρκεια του βουλιμικού επεισοδίου, το άτομο νιώθει την ακατανίκητη επιθυμία να φάει πολύ, με συνέπεια να καταναλώνει, τρώγοντας γρήγορα, σημαντικές ποσότητες τροφής. Συνήθως επιλέγονται τροφές που έχουν έντονη γεύση, πολλές θερμίδες και απαγορεύονται αυστηρά κατά την διαιτητική φάση. Όταν η παρόρμηση είναι μεγάλη, τότε καταναλώνεται οποιαδήποτε τροφή υπάρχει διαθέσιμη, ανεξάρτητα από τη θερμιδική ή γευστική της αξία. Τα επεισόδια μπορεί να είναι καθημερινά ή σποραδικά μέσα στην εβδομάδα.
2. Ο έμετος
Οι καθαρτικές συμπεριφορές, και κυρίως ο έμετος, ακολουθούν το τέλος της βουλιμίας ή γίνονται ακόμα και στα ενδιάμεσα του επεισοδίου, για να κενωθεί το περιεχόμενο του στομάχου. Ο έμετος αν και καθησυχάζει τον ασθενή προσωρινά από το φόβο της αύξησης του βάρους, μακροπρόθεσμα αυξάνει την δυσφορία για τον εαυτό του, γιατί δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και ανανεώνει την απόφασή του να ξεκινήσει και πάλι τη δίαιτα, με την υπόσχεση ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρει να συγκρατηθεί. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, για ορισμένους ασθενείς, η πρόκληση του εμέτου συνοδεύεται με συναισθήματα ανακούφισης ή ακόμα και ευχαρίστησης.
3. Άλλες συμπεριφορές
Όπως και στην ψυχογενή ανορεξία, το άτομο μπορεί να κάνει κατάχρηση καθαρτικών, διουρητικών και άλλων φαρμακευτικών σκευασμάτων ή να ασκείται υπερβολικά. Επίσης, πολύ συχνά, λόγω της πιθανής αύξησης του βάρους που μπορεί να προκαλέσουν τα υπερφαγικά επεισόδια, η πάσχουσα χρησιμοποιεί μια πληθώρα από σκευάσματα ή τεχνικές που «διαφημίζονται» ως ικανά να προκαλέσουν απώλεια βάρους ή μείωση του όγκου του σώματος.
Τα χαρακτηριστικά της ψυχογενούς βουλιμίας
Ο δια βίου επιπολασμός της διαταραχής έχει υπολογιστεί στα 2,3% του γενικού πληθυσμού. Περίπου το 75% των ασθενών παρουσιάζουν καθαρτικές συμπεριφορές, ενώ το 25% των πασχόντων προσπαθεί να αντιρροπήσει τη θερμιδική πρόσληψη των βουλιμικών επεισοδίων μόνο με μη καθαρτικές συμπεριφορές, όπως είναι η εντατική άσκηση και η δίαιτα. Είναι ενδιαφέρον ότι 10-50% των εφήβων αναφέρουν περιστασιακές βουλιμικές και καθαρτικές συμπεριφορές, χωρίς όμως να πληρούν όλα τα κριτήρια για να διαγνωστούν με ψυχογενή βουλιμία. Όπως και η ψυχογενής ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία εμφανίζεται κυρίως σε γυναίκες. Μόνο το 5-10% των πασχόντων είναι άρρενες. Η δε κύρια ηλικιακή ομάδα στην οποία εμφανίζεται η διαταραχή είναι αυτή των 20-24 ετών. Η μέση ηλικία εμφάνισης της διαταραχής είναι τα 19,7 έτη.
Γιατί νοσεί κανείς από ψυχογενή βουλιμία;
Η αιτιοπαθογένεια της διαταραχής είναι πολυπαραγοντική και συγκεκριμένα παίζουν ρόλο οι γενετικοί παράγοντες, ο ρόλος της οικογένειας, ο ρόλος της προσωπικότητας και το ειδικό βάρος των γεγονότων ζωής, ειδικά η κακοποίηση στην παιδική ηλικία. Η γνωσιακή συμπεριφορική προσέγγιση εστιάζει στο φαύλο κύκλο της ψυχογενούς βουλιμίας, στην οποία κεντρικό ρόλο έχει η χαμηλή αυτοεκτίμηση του ασθενούς. Η αυτοαξιολόγηση γίνεται κυρίως με βάση την εξωτερική εμφάνιση και το βάρος. Αυτό, υπό την επίδραση της τελειοθηρίας, οδηγεί σε ακραίες και μη επιτυχείς προσπάθειες διαμόρφωσης του βάρους και του σχήματος του σώματος. Το αποτέλεσμα αυτής της «ηρωικής» προσπάθειας είναι η αντιδραστική έκλυση του βουλιμικού επεισοδίου, που, λόγω του φόβου για την αύξηση του βάρους, οδηγεί στις καθαρτικές συμπεριφορές. Ο έμετος, όμως, και η βουλιμία επιβεβαιώνουν την ανικανότητα του ατόμου να αυτοελεχθεί, μειώνουν περαιτέρω την αυτοεκτίμησή του και επανεργοποιούν το φαύλο κύκλο της βουλιμίας.
Η θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας
Η αντιμετώπιση της ψυχογενούς βουλιμίας είναι κυρίως ψυχοθεραπευτική. Η δεύτερη επιλογή είναι η φαρμακευτική αγωγή. Αναλυτικότερα, για τη θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας είναι σημαντικό να τονίσουμε τα παρακάτω σημεία:
- Αν και υπάρχουν πολλά μοντέλα και προσεγγίσεις για τη ψυχοθεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας, οι περισσότερες μελέτες καταδεικνύουν τη Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία ως την καταλληλότερη θεραπεία για την αντιμετώπιση της ψυχογενούς βουλιμίας.
- Οι δύο βασικές θεραπευτικές μέθοδοι (φαρμακοθεραπεία και ψυχοθεραπεία) δεν είναι απαγορευτικό να εφαρμοστούν μαζί αν και υπάρχει η διεθνής τάση να εφαρμόζονται με τη σειρά, δηλαδή να επιλέγεται μια κατεύθυνση και όταν δεν έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα να προστίθεται και η δεύτερη.
- Τα αντικαταθλιπτικά σκευάσματα και ειδικότερα η φλουοξετίνη, φαίνεται να είναι αποτελεσματικά στην μείωση των συμπτωμάτων της ψυχογενούς βουλιμίας.
Άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που έχουν δοκιμαστεί είναι η διαπροσωπική θεραπεία, η οικογενειακή θεραπεία, η διαλεκτική συμπεριφορική θεραπεία, η ψυχοδυναμική ψυχοθεραπεία και η ομαδική ψυχοθεραπεία.
Η πορεία της ψυχογενούς βουλιμίας
Το 70% των ασθενών αναρρώνουν από την πάθηση, το 20% παραμένουν με υποκλινικά συμπτώματα, ενώ στο 10% η συμπτωματολογία δεν υποχωρεί. Έχει βρεθεί ότι εμφανίζεται επιδείνωση της γενικής ψυχοπαθολογίας τα πρώτα 2 έτη μετά την ολοκλήρωση θεραπείας για την ψυχογενή βουλιμία και βελτίωση στα 6 έτη μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας. Μετά από 12 έτη παρακολούθησης, το 41% των ασθενών που έπασχαν αρχικά από ψυχογενή βουλιμία κάποια μορφή ψυχικής νόσου. Η πορεία της διαταραχής γενικά είναι περισσότερο ευνοϊκή στους εφήβους σε σύγκριση με τους ενήλικες.