Στάση αναμονής από τον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης για το γιατρό που χειρούργησε την 14χρονη και πέθανε από λάθος
Σοβαρά ερωτήματα έχουν ανακύψει μετά τις καταιγιστικές αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών αναφορικά με τις ευθύνες που βαρύνουν τον γιατρό στην Θεσσαλονίκη για τους 3 θανάτους ασθενών ύστερα από την εγχείρηση τοποθέτησης γαστρικού δακτυλίου.
Σύμφωνα με το thesstoday.gr, στο… μικροσκόπιο μπαίνει κυρίως η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε από τον Ιατρικό Σύλλογο μετά την αμετάκλητη καταδίκη του γιατρού το 2012 για το θάνατο μίας 41χρονης μητέρας από τη Θεσσαλονίκη και φυσικά το νομικό πλαίσιο που ισχύει σε περιπτώσεις υποτροπής.
Ο γιατρός έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα για το θάνατο μίας γυναίκας, παραπέμπεται να δικασθεί για το θάνατο ενός 24χρονου ενώ φέρεται ως υπεύθυνος για την απώλεια ενός 14χρονου κοριτσιού. Κι όλα αυτά βέβαια την ώρα που το Ιατρικό Κέντρο στο οποίο έγιναν όλες αυτές οι επεμβάσεις τηρεί «σιγή ιχθύος».
Στάση αναμονής από τον Ιατρικό Σύλλογο
Το thesstoday.gr απευθύνθηκε στον πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Νικόλαο Νίτσα, ο οποίος εξήγησε πως από την στιγμή κατά την οποία, είτε έχει ασκηθεί εναντίον ενός γιατρού ποινική δίωξη, είτε έχει καταδικασθεί αμετάκλητα, η εισαγγελία ή το δικαστήριο, οφείλει να ενημερώσει τον σύλλογο στον οποίο ανήκει ο γιατρός.
Από κει και πέρα, ανάλογα με την καταδίκη, η οποία μπορεί να μην έχει να κάνει με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος ή τη δεοντολογία επιλαμβάνεται και το πειθαρχικό συμβούλιο.
Οι ποινές που μπορούν να επιβληθούν σε κάποιον, εάν καταδικασθεί από το πειθαρχικό, είναι είτε μία απλή επίπληξη, είτε κάποιο οικονομικό πρόστιμο, καθώς μέχρι και αφαίρεση της άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος.
Όσον αφορά την καταγγελία του ιερέα για τον θάνατο της 14χρονης κόρης του πριν από λίγες μόλις ημέρες, ο κ. Νίτσας υπογραμμίζει πως «αρχικά δεν έχει βγει ακόμη δικαστική απόφαση για το συγκεκριμένο περιστατικό, οπότε ας δούμε τι θα αποφασίσει η δικαιοσύνη, και από κει και πέρα, σαφέστατα και θεωρείται άκρως σημαντική μία απώλεια ζωής. Βέβαια, ξέρουμε ότι σε πολλές ιατρικές πράξεις υπάρχει η περίπτωση της επιπλοκής, και όχι απαραίτητα ενός ιατρικού λάθους, και δεν είμαστε οι αρμόδιοι να το κρίνουμε, παρά μόνο το δικαστήριο.
Από την πλευρά μου, λυπάμαι βαθύτατα για την απώλεια της ζωής του 14χρονου κοριτσιού, και θα ήθελα να μεταφέρετε τα θερμά μου συλλυπητήρια στην οικογένειά της, καθώς οι γιατροί αγωνιζόμαστε για να σώζουμε ζωές και όχι να αφαιρούμε».
Σχετικά με την αμετάκλητη καταδίκη του γιατρού το 2012, αλλά και την κατηγορία εκ νέου για το θάνατο ενός 24χρονου νεαρού το 2017, ο κ. Νίτσας, μας ενημέρωσε πως δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, καθώς δεν ήταν ο ίδιος στην θέση του προέδρου του Ιατρικού Συλλόγου.
Ωστόσο υπογράμμισε πως χρειάζεται ανατρέξει στα απαραίτητα αρχεία για να δει εάν όντως είχε ενημερωθεί ο Σύλλογος για το συγκεκριμένο περιστατικό. «Εάν ένας γιατρός αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια υγεία, η υπόθεση φτάνει στα χέρια του πειθαρχικού συμβουλίου, αφού έχει υπάρξει σχετική απόφαση από το δικαστήριο, και αναλόγως, προχωρούμε στις αντίστοιχες ενέργειες. Υπάρχει εξάλλου, η δυνατότητα από πλευράς του πειθαρχικού συμβουλίου, να περιμένει την δικαστική απόφαση, προκειμένου να επιβάλλει μία ποινή σε έναν γιατρό. Το δικαστήριο είναι η ύψιστη απονομή της δικαιοσύνης, από κάθε άλλη αρχή ή θεσμό, και θα αναδείξει την αλήθεια».
«Δεν προβλέπεται πλέον συνεκτίμηση με τα προηγούμενα γεγονότα»
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας του ΑΠΘ, Λάμπρος Μαργαρίτης, μιλώντας στο ThessToday.gr, τόνισε πως οι προηγούμενες καταδίκες, δεν θεμελιώνουν υποτροπή, αφού καταργήθηκε με τον νέο νόμο.
«Σχετικά με την ποινική διαχείριση, με την τωρινή υπόθεση της 14χρονης, δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Αυτό θα μετρήσει απλώς, στο δικαστήριο, όταν δουν και αναλύσουν τον κατηγορούμενο. Πάντως, ο νόμος, δεν προβλέπει αυθεντική συνεκτίμηση των προηγούμενων γεγονότων. Ο λόγος που έχουν σημασία, είναι γιατί το δικαστήριο, εκτιμά την προσωπικότητα του κατηγορούμενου, όταν είναι να επιβάλλει την ποινή, σχετικά πάντα με την τελευταία υπόθεση.
Η προσωπικότητα προφανώς και συνπροσδιορίζεται από το παρελθόν, αλλά υποτροπή με την έννοια, ότι αυξάνονται τα όρια της ποινής, δεν υπάρχει».
Επίσης, ο κ. Μαργαρίτης εξήγησε πως δεν τίθεται τόσο θέμα ηθικής, όσο νομικής άποψης, αφού «ο νόμος προβλέπει επιβολή παρεπόμενης ποινής, να του αφαιρεθεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος. Όταν κρίνει το δικαστήριο, μπορεί να του επιβληθεί η στέρηση της άδειας, τονίζοντας όμως, ότι αυτό είναι ζήτημα ξεκάθαρα του ίδιου του δικαστηρίου, και κατ’ επέκταση φυσικά του Ιατρικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει ο γιατρός».
«Ο Ιατρικός Σύλλογος από την πλευρά του δεν είναι δικαστήριο» σημειώνει ο κ. Μαργαρίτης, και στην συνέχεια προσθέτει: «Καθώς με αυτήν την λογική, θα μπορούσε κάθε δημόσιος υπάλληλος, να ψάχνεται διοικητικά από την προϊσταμένη διοικητική αρχή, πριν αποφανθούν τα δικαστήρια. Θα έλεγα λοιπόν, πως δεν είναι και φρόνιμο να δεχτεί κανείς κάτι τέτοιο.
Άρα, συνοψίζοντας, η υποτροπή σε εγκλήματα από αμέλεια δεν υπήρχε. Σήμερα δεν υπάρχει γενικά, ο θεσμός της υποτροπής, αφού έχει καταργηθεί. Το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν και προηγούμενες παραβάσεις του γιατρού, όμως δεν γίνεται να αυξηθούν τα όρια της ποινής» καταλήγει.
«Να ερευνηθεί αν η εισαγγελία ενημέρωσε τον Ιατρικό Σύλλογο»
Πάντως, ο γνωστός Ποινικολόγος, Νίκος Διαλυνάς, με ιδιαίτερη εμπειρία σε υποθέσεις που αφορούν θέματα ιατρικής αμέλειας τόνισε πως «όταν ασκείται ποινική δίωξη εις βάρος ενός γιατρού, ο εισαγγελέας οφείλει να ενημερώσει τον οικείο Ιατρικό Σύλλογο, αλλά και αν δεν το κάνει, κάτι το οποίο πρέπει να ερευνηθεί αν έγινε στην προκειμένη περίπτωση, ο Ιατρικός Σύλλογος με την σειρά του, εφόσον λάβει γνώση μιας τέτοιας υποθέσεως, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να επέμβει και να διερευνήσει πειθαρχικά πλέον, τυχόν παραλήψεις του μέλους του, δηλαδή του γιατρού, ο οποίος συμμετείχε στο συμβάν».
«Από κει και πέρα, οι δυνατότητες τις οποίες έχει» εξηγεί στο ThessToday.gr ο κ. Διαλυνάς «είναι είτε να προχωρήσει από μόνος του συλλέγοντας τα όποια στοιχεία, είτε να αναστείλει την πειθαρχική διαδικασία, μέχρι να εκδοθεί απόφαση από το ποινικό δικαστήριο. Υπόψιν, ότι η πειθαρχική παραγραφή των πράξεων του γιατρού ή των παραλείψεών του, αρχικά μεν είναι τριετής, αλλά μπορεί να παραταθεί εν συνεχεία για ακόμη 2 έτη».
Ο κ. Διαλυνάς, εκτιμά από την πλευρά του, πως τόσο στην περίπτωση της αμετακλήτου καταδίκης του 2012 όπου εκεί πέθανε μία γυναίκα 41 ετών, και όσον αφορά την υπόθεση του κ. Σινιώρη, όπου ο αδελφός του σε ηλικία 24 ετών πέθανε με τον ίδιο τρόπο, αλλά και στον θάνατο της 14χρονης, δεν έχει γίνει τίποτα απολύτως κυρίως για τις 2 πρώτες περιπτώσεις, ενώ αναφερόμενος στην 14χρονη Γωγώ, θεωρεί πως θα επέμβει αυτεπαγγέλτως ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
Το πόρισμα του 2004 για τις ευθύνες γιατρών
«Σε ένα πόρισμα της ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας του Πολίτη το 2004, το οποίο αναφέρει ότι, μετά από πολλές καταγγελίες ασθενών, επιλήφθη των υποθέσεων αυτών, για να δει τι συμβαίνει, και ποιες είναι οι αντιδράσεις των Ιατρικών Συλλόγων, όταν έχουμε περιπτώσεις θανάτων, βαρύτατων τραυματισμών ή αναπηριών που οφείλονται σε λάθη γιατρών.
Το συγκεκριμένο πόρισμα, κατέληξε ότι, σε όλες τις περιπτώσεις που ερεύνησε ενώ υπήρχαν καταδίκες από τα ποινικά δικαστήρια, οι πειθαρχικές αρχές και κυρίως οι Ιατρικοί Σύλλογοι, αθώωναν τους γιατρούς, ακόμη και σε κραυγαλέες περιπτώσεις, όπως επίσης και ότι, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, πρόκειται για μία συντεχνιακή αλληλοκάλυψη των γιατρών, από τους συναδέλφους τους που ανήκουν στα μέλη των Ιατρικών Συλλόγων» τονίζει ο κ. Διαλυνάς.
«Το στοιχείο που πρέπει να απασχολήσει την κοινωνία μας, είναι ότι, ενώ προβλέπεται από τον ποινικό κώδικα, πως είχαν δικαίωμα τα δικαστήρια, να επιβάλλουν στέρηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος για 2 χρόνια των γιατρών που καταδικάζονταν, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Μόνο μία απόφαση, στην οποία, έτυχε να συμμετέχω εγώ, τότε ως πολιτική αγωγή, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Εδέσσης, επί θανάτου βρέφους με κατηγορούμενο παιδίατρο, όρισε ότι υπάρχει στέρηση αδείας 2 ετών και επίσης επέβαλε την υποχρέωση στον γιατρό, παροχής κοινωφελούς εργασίας, την οποία όφειλε ο γιατρός να παρέχει επιπλέον των δεινών που του επέβαλαν, σε ένα νοσοκομείο που όφειλε να παρέχει δωρεάν τις ιατρικές του υπηρεσίες.
Ωστόσο, υπάρχει μόνο αυτή η απόφαση, διότι απέφευγαν τα ποινικά δικαστήρια, να εφαρμόσουν άλλα παρεπόμενα μέτρα, τα οποία πέραν της ποινής, θα ήταν και πιο επωφελή αλλά και πιο σωφρονιστικά για τον γιατρό τον οποίο καταδίκασαν».
Άρα, σύμφωνα με τον κ. Διαλυνά, η πραγματικότητα είναι ότι επιβάλλεται μία α’ ποινή από το δικαστήριο, η οποία, όπως σχολιάζει ο ίδιος, «σε καμία περίπτωση δεν είναι ουσιαστικά επώδυνη για τον γιατρό, δηλαδή τις περισσότερες φορές η ποινή αναστέλλεται και εφόσον έχει λευκό ποινικό μητρώο, δεν τον αγγίζει οικονομικά, απλά μόνο τον τιμωρεί. Εφόσον επικυρωθεί αναφέρεται στο ποινικό του μητρώο, και από κει και πέρα, το μόνο που ενδιαφέρει τον γιατρό και καλείται να αντιμετωπίσει είναι μία αγωγή αποζημιώσεως από μέρους των συγγενών ή του ανθρώπου που έμεινε παράλυτος, ή υπέστη μία βαριά αναπηρία».
Στα 42 χρόνια που ασκώ την δικηγορία, και στα 25-30 χρόνια που ασχολούμαι με το ιατρικό δίκαιο, με εντυπωσιάζει ότι πολλές φορές γιατροί, οι οποίοι καταδικάστηκαν, και τους συνάντησα, πολλές φορές τους ξανασυναντώ, έχοντας διαπράξει τα ίδια ιατρικά λάθη. Αυτό το πράγμα, ως δικηγόρο δεν με ξαφνιάζει, ως άνθρωπο όμως με λυπεί, και με λυπεί αφάνταστα».