Στο μικροσκόπιο των επιστημόνων παραμένει η μακρά Covid (long covid), η παρουσία δηλαδή επίμονων, παλιών ή νέων συμπτωμάτων όπως κόπωση, δύσπνοια, δυσκολία συγκέντρωσης, θολούρα εγκεφάλου και αϋπνία έναν ή και περισσότερους μήνες μετά την ήπια ή σοβαρή νόσο COVID-19 είτε ακόμη και σε περιπτώσεις ασυμπτωματικής αρχικά νόσου. Η κατάσταση εκτιμάται ότι αφορά το 30% των ανεμβολίαστων ασθενών, ωστόσο αναπάντητο παραμένει αν κινδυνεύουν εξίσου και όσοι ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τους κατά του κορωνοϊού SARS-CoV-2.
Τα διαθέσιμα εμβόλια έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην προστασία από τη σοβαρή νόσηση και τον θάνατο από την COVID-19, δεν προφυλάσσουν όμως πλήρως από την πιθανότητα λοίμωξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Ισραήλ, πρότυπο για την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού της, όπου οι μισοί περίπου ενήλικες που μολύνθηκαν από την παραλλαγή «Δέλτα» κατά τη νέα έξαρση της πανδημίας στη χώρα τον Μάϊο, ήταν πλήρως εμβολιασμένοι με το σκεύασμα των Pfizer/ΒionTech.
Από το Ισραήλ προέρχονται και τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα για τη σχέση εμβολιασμένων και μακράς Covid, μέσα από μια πρόσφατα δημοσιευμένη περιορισμένη μελέτη που διαπίστωσε ότι υγειονομικοί υπάλληλοι πλήρως εμβολιασμένοι που μολύνθηκαν πρώτη φορά από τον κορωνοϊό, εμφάνισαν ήπια συμπτώματα όπως βήχα, κόπωση και αδυναμία για τουλάχιστον έξι εβδομάδες.
Αν και επί του παρόντος βρίσκονται σε εξέλιξη μεγαλύτερες σχετικές μελέτες, μια αρχική υπόθεση της ερευνητικής ομάδας είναι ότι κάποια συμπτώματα υποδηλώνουν ουλώδεις βλάβες στους πνεύμονες ή βλάβες σε άλλα όργανα από τη σοβαρή αρχική νόσηση ενώ, σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, ο ιός παραμένει στον οργανισμό και πυροδοτεί μια ανοσολογική απόκριση που προκαλεί τα συμπτώματα.