To 40% περίπου όσων προσβάλλονται από τον ιό SARS-CoV-2 υποφέρουν από χρόνιες επιπτώσεις που συνήθως αναφέρονται ως μακρά COVID. Τα συμπτώματα που εμφανίζουν αυτοί οι ασθενείς περιλαμβάνουν κόπωση, αγευσία και ανοσμία, ζαλάδα, σύγχυση και θολούρα, δύσπνοια και άλλα.
Πλέον, οι ερευνητές εντόπισαν αρκετούς παράγοντες που μπορούν να μετρηθούν στο αρχικό στάδιο της COVID-19, προβλέποντας αν ένας ασθενής είναι πιθανό να εκδηλώσει μακρά COVID. Οι παράγοντες αυτοί είναι: η παρουσία ορισμένων αυτοαντισωμάτων, ο προϋπάρχων διαβήτης τύπου 2, τα επίπεδα RNA του SARS-CoV-2 στο αίμα και τα επίπεδα DNA του ιού Epstein-Barr, γνωστού κυρίως ως παράγοντα πρόκλησης λοιμώδους μονοπυρήνωσης.
Οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα αίματος και φαρυγγικού επιχρίσματος από 309 ασθενείς με COVID-19 σε διαφορετικές χρονικές στιγμές για να πραγματοποιήσουν πλήρη φαινοτυπικη ανάλυση που ενσωματώθηκε με κλινικά δεδομένα και συμπτώματα που ανέφεραν οι ασθενείς, με σκοπό να διεξαχθεί μία μακροχρόνια έρευνα.
Βασικό εύρημα της μελέτης είναι ότι το αυξημένο ιικό φορτίο τη στιγμή της διάγνωσης σχετίζεται με περισσότερες πιθανότητες μακράς Covid σύμφωνα με τον Δρ. Yapeng Su, συγγραφέα της έρευνας.
Επιπλέον οι ερευνητές βρήκαν πως ο ιός Epstein-Barr , που μολύνει το 90% του πληθυσμού και παραμένει ανενεργός στον οργανισμό μετά την μόλυνση- επανενεργοποιείται αμέσως μετά τη μόλυνση από τον SARS-CoV-2, κάτι που συνδέεται άμεσα με την μακρά COVID και τα συμπτώματά της.
Η ομάδα επιπλέον εντόπισε πως τα συμπτώματα της μακράς COVID εντοπίζονται από τα αυτοαντισώματα κατά τη διάγνωση και ότι όσο αυξάνονται τα αυτοαντισώματα τόσο μειώνονται τα προστατευτικά αντισώματα του SARS-CoV-2 και αυτό δείχνει μία σχέση μεταξύ της μακράς COVID, των αυτοαντισωμάτων και των ασθενών με αυξημένο κίνδυνο επαναλοίμωξης.
«Πολλοί ασθενείς με υψηλά αυτοαντισώματα έχουν παράλληλα χαμηλά προστατευτικά αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 και αυτό θα τους κάνει πιο επιρρεπείς σε επαναλοιμώξεις» σημειώνει ο Daniel Chen, εκ των συγγραφέων της μελέτης.
«Ο εντοπισμός αυτών των παραγόντων αποτελεί ένα πολύ σημαντικό βήμα όχι μόνο για την κατανόηση της μακράς COVID και την δυνητική θεραπεία της, αλλά και για το ποιοι ασθενείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης χρόνιων παθήσεων» τόνισε ο Δρ. Jim Heath συγγραφέας της έρευνας που δημοσιεύθηκε στο Cell.
Οι ερευνητές βρήκαν επιπλέον πως ακόμα και τα ήπια συμπτώματα της COVID-19 μπορούν να συνδεθούν με τη μακρά COVID ενώ όπως τονίζουν είναι σημαντική η χορήγηση αντιικών φαρμάκων αρκετά νωρίς αφού μπορεί να προλάβουν κάποιες από τις συνέπειες της.
«Η μακρά COVID προκαλεί σημαντική νοσηρότητα στους ασθενείς με COVID-19 αλλά η παθοβιολογία ακόμα είναι ελάχιστα κατανοητή» τονίζει ο Δρ. Jason Goldman, συγγραφέας της μελέτης. «Τα αποτελέσματα μας αποτελούν μία σημαντική βάση για την ανάπτυξη θεραπειών για τη μακρά COVID», πρόσθεσε.
Η παρούσα έρευνα είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ του ISB, του Providence, το παράρτημα Σκανδιναβικών Σπουδών του πανεπιστημίου της Washington, του Κέντρου Έρευνας Fred Hutchinson, του Stanford, του UCLA και του UCSF.