Η ουσία που περιέχουν τα «μαγικά μανιτάρια» φαίνεται πιο αποτελεσματική από τα αντικαταθλιπτικά στη σοβαρή νόσο
Η θεραπεία με παραισθησιογόνα όπως η ψιλοκυβίνη μπορεί να είναι η λύση για τα άτομα που τα παραδοσιακά φάρμακα για την κατάθλιψη δεν λειτουργούν αποτελεσματικά. Τι δείχνει νέα κλινική μελέτη για την ουσία που περιέχουν τα «μαγικά μανιτάρια».
Έως και 30% των ατόμων με κατάθλιψη δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με αντικαταθλιπτικά. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε διαφορές στην βιολογία μεταξύ των ασθενών και στο γεγονός ότι συνήθως χρειάζεται χρόνος για να λειτουργήσουν τα φάρμακα σε ορισμένους ασθενείς με πολλούς να τα παρατάνε μετά από λίγο. Για αυτό είναι αναγκαίο να διευρύνουμε τις διαθέσιμες επιλογές των φαρμάκων για τα άτομα με κατάθλιψη.
Οι ψυχεδελικές ουσίες όπως η ψιλοκυβίνη, η ενεργή ουσία που βρίσκεται στα «μαγικά μανιτάρια» έχει συγκεντρώσει το ενδιαφέρον αρκετών επιστημόνων το τελευταίο διάστημα. Παρόλο που ένας αριθμός κλινικών μελετών δείχνει ότι η ψιλοκυβίνη μπορεί να θεραπεύσει γρήγορα την κατάθλιψη, όπως και το άγχος αλλά και την κατάθλιψη που προέρχεται από ασθένειες όπως ο καρκίνος, γνωρίζουμε λίγα πράγματα σχετικά με τον τρόπο που η ουσία αυτή λειτουργεί για να ανακουφίσει την κατάθλιψη στον εγκέφαλο.
Δύο νέες πρόσφατες μελέτες που δημοσιεύτηκαν στο The New England Journal of Medicine and Nature Medicine, φωτίζουν αυτή τη μυστήρια διαδικασία. Η ψιλοκυβίνη είναι ένα παραισθησιογόνο που αλλάζει την ανταπόκριση του εγκεφάλου στην σεροτονίνη. Όταν διασπάται στο συκώτι σε ψιλοκίνη, προκαλεί μια τροποποιημένη αντίληψη της πραγματικότητας και την αντίληψης στους χρήστες.
Προηγούμενες μελέτες που χρησιμοποίησαν μαγνητική τομογραφία (fMRI) εγκεφάλου, για να δουν πως λειτουργεί η ψιλοκυβίνη, έδειξαν ότι βοηθά στην μείωση της δραστηριότητας του έσω προμετωπιαίου φλοιού, μια περιοχή του εγκεφάλου που βοηθά στην ρύθμιση ενός αριθμού πολλών γνωστικών λειτουργιών, συμπεριλαμβανομένης της προσοχής, του ανασταλτικού ελέγχου, της συνήθειας και της μνήμης. Το συστατικό επίσης μειώνει τις συσχετίσεις ανάμεσα σε αυτή την περιοχή και τον οπίσθιο κυκλικό φλοιό, μια περιοχή που παίζει ρόλο στην ρύθμιση της μνήμης και των συναισθημάτων.
Πρόκειται για μια ενεργή σύνδεση ανάμεσα στις δύο εγκεφαλικές περιοχές συνήθως λειτουργεί σαν «δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας». Αυτό το δίκτυο είναι ενεργό όταν ξεκουραζόμαστε και εστιάζουμε μέσα μας, ενδεχομένως όταν θυμόμαστε το παρελθόν και οραματιζόμαστε το μέλλον ή όταν σκεφτόμαστε εμάς ή άλλους. Όταν μειώνουμε την δραστηριότητα του δικτύου, η ψιλοκυβίνη μπορεί να «αφαιρεί» την εσωτερική αίσθηση εαυτού με τους χρήστες να αναφέρουν ότι έχουν πιο «ανοιχτό μυαλό» με αυξημένη αντίληψη του κόσμου γύρω τους.
Στην κατάθλιψη, ο άνθρωπος μένει κολλημένος σε αρνητικές σκέψεις, ειδικά σε ό,τι αφορά την αίσθηση του εαυτού. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι τα μοτίβα που επικρατούν, αυτή η «λούπα», σε ασθενείς που δεν είναι άλλα από τα αυξημένα επίπεδα αρνητικών επαναλαμβανόμενων σκέψεων τείνουν να έχουν αυξημένη δραστηριότητα στο «δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας» σε σύγκριση με άλλα δίκτυα την ώρα της ξεκούρασης. Αυτό το οποίο δεν έχει φανεί ακόμα είναι αν τα συμπτώματα κατάθλιψης προκαλούν αυτή την διαφορετική δραστηριότητα ή αν αυτοί που παρουσιάζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα στο σημείο αυτό του εγκεφάλου έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κατάθλιψη.
Τα νέα αποτελέσματα
Η πιο ατράνταχτη ένδειξη ότι η ψιλοκυβίνη λειτουργεί έρχεται από μια διπλή – τυφλή, τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική μελέτη κατά την οποία συγκρίθηκαν δύο ομάδες ατόμων με κατάθλιψη που λαμβάνουν ψιλοκυβίνη με όσους ήδη παίρνουν το αντικαταθλιπτικό εσκιταλοπράμη, μια μελέτη που δεν έχει πραγματοποιηθεί ποτέ ξανά. Η δοκιμή ακολούθως αναλύθηκε με τη βοήθεια της μαγνητικής τομογραφίας και τα αποτελέσματα αυτά συγκρίθηκαν με άλλες μαγνητικές τομογραφίες από άλλη πρόσφατη κλινική μελέτη. Μόλις μια μέρα μετά την πρώτη δόση ψιλοκυβίνης, οι μαγνητικές τομογραφίες αποκάλυψαν μια συνολική αύξηση της συσχέτισης που υπάρχει ανάμεσα στα ποικίλια δίκτυα του εγκεφάλου, τα οποία είναι τυπικά μειωμένα σε όσους έχουν σοβαρή κατάθλιψη. Το «δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας» μειώθηκε δηλαδή διαδοχικά την στιγμή που συνδεσιμότητα ανάμεσα σε αυτό και άλλα δίκτυα αυξήθηκε, γεγονός το οποίο υποστηρίζουν και άλλες μικρότερες μελέτες.
Η δόση αύξησε την σύνδεση περισσότερο βέβαια σε κάποιους ανθρώπους σε σύγκριση με άλλους. Ωστόσο, οι μελέτες έδειξαν ότι οι άνθρωποι που έχουν τη μεγαλύτερη αύξηση της συνδεσιμότητας ανάμεσα στα δίκτυα του εγκεφάλου τους είχαν επίσης και την μεγαλύτερη βελτίωση των συμπτωμάτων τους έξι μήνες αργότερα.
Οι εγκέφαλοι των ανθρώπων που λαμβάνουν εσκιταλοπράμη από την μια δεν είχαν καμία αλλαγή στη σύνδεση μεταξύ αυτών των εγκεφαλικών λειτουργιών έξι εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας. Είναι πιθανό, η εσκιταλοπράμη να φέρνει αλλαγές κάποια στιγμή αργότερα. Ωστόσο, η ραγδαία αποτελεσματικότητα που προσφέρει η ψιλοκυβίνη ως αντικαταθλιπτικό σημαίνει ότι μπορεί να είναι ιδανική για όσους δεν ανταποκρίνονται στα αντικαταθλιπτικά που υπάρχουν τώρα.
H μελέτη προϋποθέτει ότι τα οφέλη που παρατηρούμε μπορεί να οφείλονται στο γεγονός ότι η ψιλοκυβίνη έχει ακόμα πιο συντονισμένη δράση στους υποδοχείς του εγκεφάλου που ονομάζονται σεροτονινεργικό 5-HT2A, σε σύγκριση με την εσκιταλοπράμη. Αυτοί οι υποδοχείς ενεργοποιούνται από τη σεροτονίνη και έπειτα ενεργοποιούνται στο εγκεφαλικό δίκτυο όπως και στο «δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας». Aυτό που ήδη ξέρουμε είναι ότι τα επίπεδα που «δένουν» την ψιλοκυβίνη σε αυτούς τους υποδοχείς οδηγούν σε ψυχεδελικές επιδράσεις. Πόση ακριβώς η ενεργοποίηση αυτή λειτουργεί και πώς πραγματοποιούνται αλλαγές στην συνδεσιμότητα μένει να διερευνηθεί.
Το τέλος των παραδοσιακών αντικαταθλιπτικών;
Η χρήση της ψιλοκυβίνης γεννά ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσο χρειάζεται τροποποίηση της δραστηριότητας του εγκεφάλου που είναι «διαφοροποιημένος» στην κατάθλιψη. Πολλοί άνθρωποι βλέπουν βελτίωση με τα παραδοσιακά αντικαταθλιπτικά, ωστόσο αυτό που δείχνει η νέα μελέτη είναι ότι έξι εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας και οι δύο ομάδες είχαν βελτίωση.
Παρόλα αυτά σύμφωνα με κάποιους δείκτες μέτρησης κατάθλιψης η ψιλοκυβίνη είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στη συνολική ευζωία του ατόμου. Η μεγαλύτερη μερίδα των ασθενών που τους χορηγηθηκε ψιλοκυβίνη είχαν μια κλινική ανταπόκριση σε σύγκριση με όσους πήραν εσκιταλοπράμη (70% σε αντίθεση με το 48%). Οι περισσότεροι ασθενείς που πήραν ψιλοκυβίνη ήταν ακόμα σε ύφεση στις έξι εβδομάδες μετά (57% versus 28%). Στην πραγματικότητα κάποιοι ασθενείς απλά δεν ανταποκρίθηκαν στην ψιλοκυβίνη ή είδαν τα συμπτώματά τους να επανέρχονται μετά τη θεραπεία και αυτό δείχνει πόσο δύσκολο είναι να θεραπευτεί η κατάθλιψη.
Καθόλη τη διάρκεια της έρευνας επαγγελματίες ψυχικής υγείας στήριξαν τα άτομα και των δύο ομάδων. Η επιτυχία της ψιλοκυβίνης βασίζεται στο περιβάλλον κατά το οποίο γίνεται η λήψη της. Αυτό σημαίνει ότι είναι κακή ιδέα να την χρησιμοποιεί κανείς από μόνος του. Επίσης, οι ασθενείς που επιλέχθηκαν για δοκιμή με την ψιλοκυβίνη ήταν άτομα που δεν είχαν ιστορικό ψύχωσης ή άλλου είδους παρενέργειες από φάρμακα.
Αυτές οι μελέτες είναι πολλά υποσχόμενες και μας φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στην καλύτερη θεραπεία των ασθενών με κατάθλιψη. Επίσης, τα επαναλαμβανόμενα αρνητικά μοτίβα σκέψης δεν οδηγούν απαραίτητα σε κατάθλιψη. Υπάρχουν και άλλες διαταραχές όπως το άγχος, ο εθισμός που δυνητικά μπορούν να επωφεληθούν από την θεραπεία με ψιλοκυβίνη.