Χλαμύδια: Τι θα γίνει αν δεν λάβετε σύντομα θεραπεία – Ο κίνδυνος στειρότητας
Η νόσος είναι γνωστή και ως σιωπηλή ασθένεια αφού πάνω από το 70% των γυναικών και από το 50% των ανδρών δεν εμφανίζουν συμπτώματα.
Τα χλαμύδια αποτελούν τα συχνότερα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ).Η ονομασία προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «χλαμύδα» (που σημαίνει «μανδύας») λόγω της μορφής, καθώς μοιάζει με μανδύα που τυλίγει την πυρήνα του μολυσμένου κυττάρου.
Η λοίμωξη μεταδίδεται μέσω κάθε μορφής σεξουαλικής επαφής (κολπικό, πρωτικό και στοματικό σεξ), ενώ μπορεί να μεταδοθεί και από μολυσμένη μητέρα στο μωρό στη διάρκεια φυσιολογικού τοκετού.
Τα χλαμύδια είναι μέλη της οικογένειας Chlamydiaceae και είναι μικροί, μη κινητοί, Gram αρνητικοί, υποχρεωτικά ενδοκυττάριοι οργανισμοί που αναπτύσσονται στο κυτταρόπλασμα των κυττάρων-ξενιστών.
Δύο γένη χλαμυδίων έχουν κλινική σημασία για τον άνθρωπο, το γένος Chlamydia το οποίο περιλαμβάνει το είδος Chlamydia trachomatis, και το γένος Chlamydophila το οποίο περιλαμβάνει τα είδη Chlamydophila pneumoniae, Chlamydophila psittaci και Chlamydophila abortus για τη βασική γυναικεία υποδομή .
Αυτοί οι οργανισμοί έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τα μικρόβια και είναι ευαίσθητα σε θεραπεία με αντιβιοτικά, ενώ μοιάζουν και με τους ιούς, απαιτώντας ζωντανά κύτταρα για τον πολλαπλασιασμό τους.
Κλινικές εκδηλώσεις
Γυναίκες
- Τραχηλίτιδα
- Ενδομητρίτιδα
- Σαλπιγγίτιδα
- Ουρηθρίτιδα
- Επιπεφυκίτιδα
- Φαρυγγίτιδα
- υπογονιμότητα
- Εξωμήτριος κύηση
- Πρόωρος τοκετός
- Αντιδραστική αρθρίτιδα
Άνδρες
- Ουρηθρίτιδα
- Μεταγονοκοκκική ουρηθρίτιδα
- Επιδιδυμίτιδα
- Προστατίτιδα
- υπογονιμότητα
Συμπτώματα
Τα χλαμύδια αποτελούν γενικά μια «σιωπηρή νόσο», επειδή το 75% των γυναικών και το 50% των ανδρών που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν συμπτώματα . Αν όμως υπάρξουν συμπτώματα, παρουσιάζονται 1-3 εβδομάδες μετά την πιθανή επαφή με το μικρόβιο .
Στις γυναίκες , τα βακτήρια αρχικά προσβάλλουν το τράχηλο ή/και την ουρήθρα. Στο στάδιο αυτό η γυναίκα μπορεί να έχει κάποια μορφή κολπικών εκκρίσεων ή ένα δυσάρεστο αίσθημα πόνου ή/και καψίματος κατά την ούρηση. Από εκεί, και αν η γυναίκα δεν πάρει θεραπεία, τα χλαμύδια «προχωρούν» σιγά σιγά και προς τη μήτρα και από εκεί στις σάλπιγγες, προκαλώντας τελικά πυελική φλεγμονώδη νόσο.
Στους άνδρες , τα χλαμύδια προκαλούν παρόμοια συμπτώματα με αυτά της γονόρροιας. Ορισμένες φορές μπορεί να υπάρχει έκκριμα από την ουρήθρα ή ένα αίσθημα καψίματος κατά την ούρηση. Σπανιότερα, μπορεί να παρουσιαστεί πόνος ή να πρήξιμο σε ένα ή και στους δύο όρχεις.
Συνοπτικά τα συμπτώματα στις γυναίκες είναι:
- Κολπικές εκκρίσεις
- Συχνουρία
- Αίσθημα καψίματος στην ουρήθρα
- Πόνος κατά την σεξουαλική επαφή
- Λίγες σταγόνες αίματος εκτός περιόδου
- Πόνος χαμηλά στην κοιλιά ή στη μέση
Στους άνδρες τα συμπτώματα είναι:
- Αίσθημα καψίματος στην ουρήθρα
- Δυσουρία
- Έκκριση υγρών από το έξω στόμιο της ουρήθρας
- Πόνος ή διόγκωση των όρχεων
- Ερυθρότητα και πρήξιμο γύρω από το πέος
Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις, τόσο οι συμπτωματικές όσο και οι ασυμπτωματικές, είναι πιθανό να δημιουργήσουν επιπλοκές με σοβαρότερες τα χρόνια φλεγμονώδη νόσο της υγείας και την προσβολή των σαλπίγγων που ενέχουν τον κίνδυνο, στις γυναίκες, να οδηγήσουν σε υπογονιμότητα. Τέλος, η απόφραξη των σαλπίγγων ως αποτέλεσμα χλαμυδιακής λοίμωξης είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου για έκτοπη κύηση.
Γυναίκες χωρίς θεραπεία θα εμφανίσουν στείρωση σε ποσοστό 20%
Τι θα γίνει αν δεν λάβετε θεραπεία:
Γυναίκες: φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (στείρωση)
Νεογνά: πνευμονία, μόνιμη βλάβη των οφθαλμών
Άνδρες: επιδιδυμίτιδα (στείρωση)
Θεραπεία
Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις θεραπεύονται πλήρως, αν διαγνωσθούν έγκαιρα, με τη χορήγηση των κατάλληλων αντιβιοτικών.
Η αγωγή θα πρέπει να δίνεται αμέσως μετά τη λήψη των δειγμάτων για εργαστηριακό έλεγχο και στην αναμονή των αποτελεσμάτων.
Η αζιθρομυκίνη και η δοξυκυκλίνη εμφανίζουν υψηλή αποτελεσματικότητα έναντι της χλαμυδιακής λοίμωξης. Τα σχήματα μίας δόσης έχουν το πλεονέκτημα καλύτερης συμμόρφωσης του ασθενούς. Για τη μείωση της πιθανότητας μετάδοσης, σε ασθενείς που θεραπεύονται για χλαμυδιακή λοίμωξη, θα πρέπει να συστήνεται να μην υπάρχουν σεξουαλικές επαφές για 7 ημέρες μετά από θεραπεία από μία δόση ή έως την ολοκλήρωση του 7ήμερου σχήματος θεραπείας, δεδομένου βέβαια ότι τα συμπτώματα έχουν υποχωρήσει.
Για την αποφυγή του κινδύνου επαναμόλυνσης, θα πρέπει επίσης να συστήνεται αποχή από τη σεξουαλική τους δραστηριότητα μέχρι να ολοκληρωθεί η θεραπεία και οι εκάστοτε σεξουαλικοί σύντροφοι. Τέλος, πρέπει να προτείνεται στους ασθενείς ελέγχους και για άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως σύφιλη και HIV.
Τρεις εβδομάδες μετά την αγωγή, οι ασθενείς πρέπει να επανεξεταστούν για την επιβεβαίωση της εκρίζωσης της λοίμωξης.
Η μοριακή δοκιμασία με το ΝΑΑΤ θεωρείται η πλέον ευαίσθητη μέθοδος για τον έλεγχο των ασυμπτωματικών ατόμων με πλεονέκτημα τη δυνατότητα εξέτασης ούρων πρώτης ούρησης από άνδρες και γυναίκες.