Διπολική διαταραχή: Τεστ αίματος επιταχύνει τη διάγνωση της ψυχικής νόσου
Μια απλή εξέταση αίματος θα μπορούσε να εντοπίσει βιοδείκτες που σχετίζονται με τη διπολική διαταραχή, διευκολύνοντας ενδεχομένως τη διάγνωση, υποστηρίζει μια ομάδα Βρετανών ερευνητών σε μια δημοσίευση που φιλοξενείται στο JAMA Psychiatry.
Η διπολική διαταραχή επηρεάζει σχεδόν το 1% του πληθυσμού, ενώ περίπου το 40% διαγιγνώσκεται λανθασμένα με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. «Τα άτομα με διπολική διαταραχή θα βιώσουν περιόδους χαμηλής και περιόδους υψηλής διάθεσης ή μανίας», δήλωσε ο Jakub Tomasik, επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου του Cambridge. «Ωστόσο, συχνά επισκέπτονται τον γιατρό μόνο σε καταστάσεις χαμηλής διάθεσης, γι’ αυτό και η διπολική διαταραχή συχνά διαγιγνώσκεται λανθασμένα ως μείζονα καταθλιπτική διαταραχή», αναφέρει.
«Σε συνθήκες χαμηλής διάθεσης, οι δύο διαταραχές μπορεί να μοιάζουν, ωστόσο οι δύο καταστάσεις χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης: Εάν σε κάποιον με διπολική διαταραχή συνταγογραφηθούν αντικαταθλιπτικά, χωρίς την προσθήκη σταθεροποιητή διάθεσης, μπορεί να προκαλέσει μανιακό επεισόδιο», διευκρίνισε η επικεφαλής της μελέτης, δρ. Sabine Bahn, καθηγήτρια νευροτεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge.
Μια πλήρης ψυχιατρική αξιολόγηση μπορεί να διαγνώσει με ακρίβεια τη διπολική διαταραχή, ωστόσο ενδέχεται να χρειαστεί πολύς χρόνος γι’ αυτή τη διάγνωση. «Οι ψυχιατρικές αξιολογήσεις είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές, αλλά η ικανότητα διάγνωσης της διπολικής διαταραχής με μια απλή εξέταση αίματος θα μπορούσε να διασφαλίσει ότι οι ασθενείς λαμβάνουν τη σωστή θεραπεία πολύ πιο άμεσα και να ανακουφίσει την πίεση των επαγγελματιών υγείας», υποστήριξε ο δρ. Tomasik.
Για να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα, οι επιστήμονες προχώρησαν στη διεξαγωγή μιας διαδικτυακής ψυχιατρικής αξιολόγησης, όσο και μιας εξέτασης αίματος για τη διάγνωση της πάθησης, στρατολογώντας περισσότερα από 3.000 άτομα που συμμετείχαν σε μια μελέτη υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ 2018 και 2020 για τον εντοπισμό της διπολικής διαταραχής σε ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή τα προηγούμενα 5 χρόνια.
Ο καθένας ολοκλήρωσε μια διαδικτυακή αξιολόγηση ψυχικής υγείας, απαντώντας σε περισσότερες από 600 ερωτήσεις, που αφορούσαν σε προηγούμενα ή τρέχοντα καταθλιπτικά επεισόδια, γενικευμένο άγχος, συμπτώματα μανίας, οικογενειακό ιστορικό και κατάχρηση ουσιών. Περίπου 1.000 εξ αυτών κλήθηκαν να δώσουν δείγμα αίματος, μέσα από ένα απλό τσίμπημα του δακτύλου, με τους ερευνητές να αναλύουν τα δείγματα για περισσότερα από 600 μεταβολίτες.
Μετά την ολοκλήρωση της Σύνθετης Διεθνούς Διαγνωστικής Συνέντευξης, ενός διαγνωστικού εργαλείου για τη δημιουργία διαγνώσεων διαταραχής της διάθεσης, η μελέτη προχώρησε με 241 συμμετέχοντες. Ακόμη και αφού συνυπολογίστηκαν παράγοντες όπως η φαρμακευτική αγωγή, οι ερευνητές παρατήρησαν έναν σημαντικό βιοδείκτη για τη διπολική διαταραχή. Οι ταυτοποιημένοι βιοδείκτες συσχετίστηκαν κυρίως με τη μανία και επικυρώθηκαν σε μια ξεχωριστή ομάδα ασθενών που έλαβαν διάγνωση μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής ή διπολικής διαταραχής κατά τη διάρκεια της μονοετούς παρακολούθησης.
Η εξέταση αίματος θα ήταν ικανή, από μόνη, της να διαγνώσει έως και το 30% των ασθενών, ισχυρίζονται οι ερευνητές. Τα αποτελέσματά της, ωστόσο, δείχνουν ακόμη πιο ισχυρά όταν συνδυάζονται με μια αξιολόγηση ψυχικής υγείας. «Η διαδικτυακή αξιολόγηση ήταν πιο αποτελεσματική συνολικά, αλλά η δοκιμή βιοδεικτών αποδίδει καλά και είναι πολύ πιο γρήγορη», επεσήμανε η δρ. Bahn. «Ο συνδυασμός και των δύο προσεγγίσεων θα ήταν ιδανικός, καθώς είναι αλληλοσυμπληρούμενες».
Ο δρ. Tomasik σημείωσε ότι ορισμένοι ασθενείς προτιμούσαν την εξέταση αίματος, επειδή παρείχε ένα απτό, αντικειμενικό αποτέλεσμα. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η εξέταση αίματος θα μπορούσε, τελικά, να συμπληρώσει τα υπάρχοντα διαγνωστικά εργαλεία, αλλά και να βοηθήσει την επιστημονική έρευνα στην κατανόηση της βιολογικής προέλευσης των συνθηκών ψυχικής υγείας. «Η ψυχική ασθένεια έχει βιολογική βάση και είναι σημαντικό για τους ασθενείς να γνωρίζουν ότι δεν είναι στο μυαλό τους. Είναι μια ασθένεια που επηρεάζει και το σώμα τους, όπως κάθε άλλη», δήλωσε ο ειδικός.
Η δρ. Bahn συμπλήρωσε, τέλος, ότι οι εξετάσεις αίματος θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό πιθανών φαρμακευτικών λύσεων για διαταραχές της διάθεσης, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε καλύτερες θεραπείες.