Οι μέθοδοι αντισύλληψης είναι πλέον εδραιωμένες στην καθημερινότητα πολλών γυναικών, για την αντιμετώπιση διαφορετικών γυναικολογικών ζητημάτων εκτός της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης. Συχνή είναι επίσης η χρήση κοινών παυσίπονων, για την ανακούφιση διαφορετικών τύπων πόνου. Σύμφωνα με μια νεότερη μελέτη, οι γυναίκες που συνδυάζουν τη λήψη αυτών των σκευασμάτων κινδυνεύουν από αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης δυνητικά θανατηφόρων θρόμβων αίματος.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο The BMJ, σημειώνει συγκεκριμένα ότι τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ), όταν χρησιμοποιούνται παράλληλα με την ορμονική αντισύλληψη, αυξάνουν τον κίνδυνο φλεβικής θρομβοεμβολής. Ο κίνδυνος ήταν υψηλότερος για τις γυναίκες που χρησιμοποιούν συνδυασμένα από του στόματος αντισυλληπτικά που περιέχουν προγεστίνες τρίτης ή τέταρτης γενιάς, σε σύγκριση με εκείνες που χρησιμοποιούν χάπια μόνο προγεστίνης, εμφυτεύματα ή ενδομήτριες συσκευές (IUD) παράλληλα με ΜΣΑΦ όπως η ιβουπροφαίνη, η δικλοφενάκη και η ναπροξένη.
Ωστόσο, οι ερευνητές τονίζουν ότι ο συνολικός κίνδυνος εμφάνισης σοβαρής θρόμβωσης παραμένει χαμηλός, ακόμη και μεταξύ των γυναικών που χρησιμοποιούν ορμονική αντισύλληψη υψηλού κινδύνου. Παρόλα αυτά, δεδομένης της ευρείας χρήσης τόσο της ορμονικής αντισύλληψης όσο και των ΜΣΑΦ, προτείνουν ότι οι γυναίκες θα πρέπει να ενημερώνονται για τους πιθανούς κινδύνους.
Tι εξέτασε η μελέτη
Παρόλο που τα ΜΣΑΦ έχουν συνδεθεί στο παρελθόν με περιστατικά θρόμβωσης, λίγα είναι γνωστά για το πώς η χρήση τους επηρεάζει τον κίνδυνο σε κατά τα άλλα υγιείς γυναίκες που χρησιμοποιούν επίσης ορμονική αντισύλληψη.
Η ερευνητική ομάδα από τη Δανία, για να διερευνήσει κάποια πιθανή συσχέτιση, χρησιμοποίησε εθνικά ιατρικά αρχεία για να παρακολουθήσει τις διαγνώσεις θρόμβων αίματος για πρώτη φορά σε δύο εκατομμύρια γυναίκες, ηλικίας 15 έως 49 ετών, που ζούσαν στη Δανία μεταξύ 1996 και 2017. Οι γυναίκες αυτές δεν είχαν ιστορικό θρόμβωσης, καρκίνου, υστερεκτομής ή θεραπείας γονιμότητας.
Οι διάφοροι τύποι ορμονικής αντισύλληψης κατηγοριοποιήθηκαν ως υψηλού, μεσαίου ή χαμηλού κινδύνου με βάση τη συσχέτισή τους με φλεβική θρομβοεμβολή σε προηγούμενες μελέτες. Η νέα μελέτη έλαβε επίσης υπόψη της μια σειρά από παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν την εγκυμοσύνη, όπως η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, το ιστορικό εγκυμοσύνης, οι προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις, η υψηλή αρτηριακή πίεση και ο διαβήτης.
Όσον αφορά τη χρήση των παυσίπονων, τα ΜΣΑΦ χρησιμοποιήθηκαν από περισσότερες από μισό εκατομμύριο γυναίκες ενώ έπαιρναν ορμονική αντισύλληψη. Η ιβουπροφαίνη ήταν η πιο συχνή μορφή αναλγητικών, αποτελώντας το 60% της χρήσης, με τη δικλοφενάκη (20%) και τη ναπροξένη (6%) να ακολουθούν. Κατά τη διάρκεια μιας μέσης 10ετούς περιόδου παρακολούθησης, σημειώθηκαν 8.710 φλεβικά θρομβοεμβολικά επεισόδια και 228 γυναίκες (2,6%) πέθαναν εντός 30 ημερών από τη διάγνωσή τους.
Οι ερευνητές προσθέτουν ότι τα ευρήματα εγείρουν «σημαντικές ανησυχίες» σχετικά με την ταυτόχρονη χρήση ΜΣΑΦ, ιδίως της δικλοφενάκης, και της ορμονικής αντισύλληψης υψηλού κινδύνου. Τόσο οι γυναίκες όσο και οι γιατροί τους θα πρέπει να εξετάσουν εναλλακτικές λύσεις αντί των ΜΣΑΦ για την ανακούφιση του πόνου: «Εάν απαιτείται θεραπεία με ΜΣΑΦ, άλλοι παράγοντες εκτός της δικλοφενάκης φαίνονται προτιμότεροι, μαζί με ορμονικά αντισυλληπτικά χαμηλότερου κινδύνου, όπως δισκία μόνο προγεστερόνης, εμφυτεύματα ή ενδομήτριες συσκευές», συνιστά ο καθηγητής Morten Schmidt από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Aarhus.