Αυτοάνοσα: Γιατί «προτιμούν» τις γυναίκες; Η επιστήμη έχει την απάντηση που μπορεί να οδηγήσει σε νέες θεραπείες
Μια γρήγορη ματιά στα επιστημονικά δεδομένα αποκαλύπτει ένα γεγονός για την αυτοανοσία: Επιδεικνύει μια ξεκάθαρη προτίμηση στις γυναίκες. Οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν, συγκεκριμένα, περίπου το 80% όλων των περιπτώσεων αυτοάνοσων νοσημάτων, μια κατηγορία που περιλαμβάνει παθήσεις, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Πρόκειται για ένα ερώτημα που απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια τους ειδικούς.
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που έχουν ερευνώνται κατά καιρούς είναι ο ρόλος του χρωμοσώματος Χ. Οι άνδρες έχουν συνήθως ένα χρωμόσωμα Χ, ενώ οι γυναίκες δύο. Η νέα πτυχή που αναδεικνύεται στην πρόσφατη μελέτη, τα ευρήματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στο Cell, είναι ο ρόλος ενός μοριακού στρώματος στα χρωμοσώματα Χ μιας γυναίκας, το οποίο απουσιάζει στους άνδρες. Αυτό το στρώμα, που αποτελείται από RNA και πρωτεΐνες, είναι ζωτικής σημασίας για μια διαδικασία γνωστή ως «απενεργοποίηση του χρωμοσώματος Χ». Ενώ οι ορμόνες του φύλου και η γενετική ρύθμιση στο χρωμόσωμα Χ θεωρούνταν προηγουμένως βασικοί παράγοντες, όμως η ανακάλυψη ότι οι πρωτεΐνες που έχουν κεντρικό ρόλο στην αδρανοποίηση του χρωμοσώματος Χ μπορούν να σημάνουν ανοσολογικό «συναγερμό» προσθέτει ένα ακόμη επίπεδο πολυπλοκότητας και θα μπορούσε, ενδεχομένως, να υποδείξει νέες διαγνωστικές και θεραπευτικές οδούς.
Η αδρανοποίηση του χρωμοσώματος Χ προκαλεί μια εξισορρόπηση στην έκφραση των γονιδίων, παρόμοια με εκείνη των αρσενικών. Η αδρανοποίηση γίνεται όταν μακριές αλυσίδες RNA, γνωστές ως XIST, συσπειρώνονται γύρω από το χρωμόσωμα, προσελκύοντας δεκάδες πρωτεΐνες, για να σχηματίσουν σύμπλοκα, που ουσιαστικά «φιμώνουν» τα γονίδια στο εσωτερικό του. Ωστόσο, δεν αδρανοποιούνται όλα τα γονίδια κι εκείνα που παραμένουν ενεργά μπορεί να συμβάλλουν σε αυτοάνοσες καταστάσεις. Αντίστοιχες ανοσολογικές αποκρίσεις μπορεί να ενεργοποιήσει και το RNA XIST, ένα αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαδικασίας.
Ο Howard Chang, δερματολόγος και μοριακός γενετιστής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Stanford, μαζί με την ομάδα του, εντόπισαν ότι οι πρωτεΐνες που αλληλεπιδρούν με το XIST είναι συχνά στόχοι αυτοαντισωμάτων, τα οποία παίζουν ρόλο στις αυτοάνοσες ασθένειες. Για να διερευνήσει περαιτέρω αυτό το σενάριο, η ομάδα του δρ. Chang διεξήγαγε πειράματα με αρσενικά ποντίκια, που έφεραν μια μορφή του XIST, η οποία σχημάτιζε σύμπλοκα RNA-πρωτεΐνης. Οι ερευνητές προκάλεσαν τεχνητά σε αυτά τα ποντίκια μια ασθένεια που έμοιαζε με τον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, με αποτέλεσμα να εμφανίσουν υψηλότερα επίπεδα αυτοαντισωμάτων και πιο σοβαρές βλάβες στους ιστούς, γεγονός που υποδηλώνει μια σύνδεση μεταξύ του XIST και των αυτοάνοσων αποκρίσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ίδια αυτοαντισώματα εντοπίστηκαν επίσης σε δείγματα αίματος ατόμων με ερυθηματώδη λύκο, σκληροδερμία και δερματομυοσίτιδα, γεγονός που αποδεικνύει ότι το XIST και οι πρωτεΐνες που σχετίζονται με αυτό είναι «κάτι που το ανοσοποιητικό σύστημα δυσκολεύεται να αγνοήσει», λέει η Allison Billi, δερματολόγος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Michigan.
Από την πλευρά της, η Montserrat Anguera, γενετίστρια στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, υπογραμμίζει τη σημασία αυτών των ευρημάτων για τις ανθρώπινες αυτοάνοσες ασθένειες και τη διαχείρισή τους, προτείνοντας ότι η διάγνωση που εστιάζει σε αυτά τα αυτοαντισώματα θα μπορούσε να αποδειχθεί καθοριστική για την έγκαιρη ανίχνευση και παρακολούθηση των αυτοάνοσων διαταραχών.