Μικροβιακή αντοχή: Θλιβερή πρωτιά στην κατανάλωση αντιβιοτικών η Ελλάδα
Η μικροβιακή αντοχή παραμένει σοβαρή απειλή για τη δημόσια υγεία στην Ευρώπη, με την κατανάλωση αντιβιοτικών σε υψηλά επίπεδα και το 2023, αυξημένη εισέτι κατά 1% σε σύγκριση με το 2019. Οι Έλληνες αποτέλεσαν τους μεγαλύτερους καταναλωτές αντιβιοτικών τη χρονιά που πέρασε, ενώ η αντίσταση συγκεκριμένων παθογόνων παρουσιάζει ανησυχητικές τάσεις.
Τα παραπάνω δεδομένα, από τις τελευταίες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), δείχνουν απόκλιση των περισσότερων χωρών από τους στόχους που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) για το πρόβλημα των ανθεκτικών μικροβίων έως το 2030, ούτως ειπείν τη μείωση της κατανάλωσης αντιβιοτικών στην κοινότητα κατά 20% και το 65% της συνολικής χρήσης αντιβιοτικών να προέρχεται από την κατηγορία «πρόσβασης» (access) της λίστας AWaRe (Access, Watch, Reserve) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), που περιλαμβάνει αποτελεσματικά αντιβιοτικά πρώτης και δεύτερης γραμμής με χαμηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης αντοχής.
Αναφορικά με τη μικροβιακή αντοχή, αν και οι λοιμώξεις από ανθεκτικό στη μεθικιλλίνη χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο (Staphylococcus aureus) μειώθηκαν, οι λοιμώξεις από ανθεκτική στις καρβαπενέμες κλεμπσιέλλα της πνευμονίας (Klebsiella pneumoniae), κορυφαία πρόκληση για την περίθαλψη ασθενών σε νοσοκομεία, κυρίως λόγω περιορισμένων θεραπευτικών επιλογών, εμφάνισαν αύξηση της τάξεως του 60% (57,5%).
Η επίτευξη των στόχων της ΕΕ απαιτεί εντατικοποίηση των προσπαθειών, κυρίως σε επίπεδο πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων στα νοσοκομεία, ορθολογικής χρήσης των αντιβιοτικών, και ανάπτυξης νέων αντιμικροβιακών θεραπευτικών επιλογών.
Πρώτη στην κατανάλωση αντιβιοτικών η Ελλάδα
Σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Επιτήρησης Κατανάλωσης Αντιβιοτικών (ESAC-Net) για το 2023, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη στην ΕΕ/Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) ως προς την κατανάλωση αντιβιοτικών, με συνολική κατανάλωση (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια φροντίδα) 28,5 ημερήσιων δόσεων ανά 1.000 κατοίκους την ημέρα, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (20 ημερήσιες δόσεις) και υπερτριπλάσια (3,24 φορές) από την Ολλανδία, που έχει βρίσκεται στην τελευταία θέση (8,8 ημερήσιες δόσεις).
Σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας στην ΕΕ, η χρήση των αντιβιοτικών στην κοινότητα αντιπροσωπεύει το 90% της συνολικής κατανάλωσης αντιμικροβιακών, ενώ η τάση προς χρήση ευρέως φάσματος αντιβιοτικών είναι αυξητική. Ειδικότερα, η μέση κατανάλωση ήταν 18,3 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους, με το εύρος ανά χώρα από 8, 8 έως 26,7 (Ελλάδα), ενώ οι ομάδες αντιβιοτικών που καταναλώθηκαν περισσότερο ήταν οι πενικιλλίνες (47%), οι μακρολίδες, λινκοσαμίδες και στρεπτογραμίνες (17%), οι κεφαλοσπορίνες και άλλα β-λακταμικά (12%) και οι τετρακυκλίνες (9%).
Το ESAC-Net παρατηρεί σημαντικά αυξημένη κατανάλωση σε ευρέως φάσματος αντιβιοτικά (πενικιλλίνες, κεφαλοσπορίνες, μακρολίδια, κινολόνες), που συνδέεται με την αύξηση της μικροβιακής αντοχής. Το ECDC προκρίνει την εκπαίδευση του κοινού και την ενημέρωση μέσω εκστρατειών ως βασικά εργαλεία για να μειωθεί η ανεξέλεγκτη χρήση αντιβιοτικών για ιογενείς λοιμώξεις, οι οποίες δεν απαιτούν αντιβιοτική θεραπεία.
Σε νοσοκομειακό επίπεδο (δευτεροβάθμια), ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 1,61 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 πληθυσμού, με τις λιγότερες (0,77) στην Ολλανδία και τις περισσότερες στην Τσεχία (3,17). Αν και στα ελληνικά νοσοκομεία η χορήγηση αντιβιοτικών ήταν 1,8 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 πληθυσμού, η κατανάλωση αντιμικροβιακών από τη λίστα «αποθεματικού» (reserve) του ΠΟΥ, όπου περιλαμβάνονται αντιβιοτικά «ύστατης λύσης» για τη θεραπεία λοιμώξεων από πολυανθεκτικά βακτήρια, όταν άλλες επιλογές δεν είναι αποτελεσματικές, παραμένει υψηλή. Η Ελλάδα έρχεται πρώτη με 15,90%, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρος στο 5,40% και τη Φιλανδία -που πέτυχε τον ατομικό της στόχο- τελευταία με 0,65%.
Πέρα από την Ελλάδα, για την περίοδο 2019-2023, στατιστικά σημαντική αυξητική τάση παρατηρήθηκε για οκτώ ακόμα χώρες: Βουλγαρία, Κροατία, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιταλία, Νορβηγία, Πολωνία και Ισπανία.
Σταθερά αυξημένη η μικροβιακή αντοχή
Σε υψηλά επίπεδα παρέμεινε το 2023 η μικροβιακή αντοχή, σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την επιτήρησή της (EARS-Net). Τα στοιχεία δείχνουν μεγάλη αύξηση στη συχνότητα λοιμώξεων το 2019-2023 και συγκεκριμένα ανά παθογόνο:
- E. faecium: +25,9% (από 8.5 σε 10.7 ανά 100.000).
- Acinetobacter spp.: +21,1% (από 3.8 σε 4.6 ανά 100.000).
- K. pneumoniae: +18,0% (από 20.5 σε 24.2 ανά 100.000).
- P. aeruginosa: +11,7% (από 9.4 σε 10.5 ανά 100.000).
- E. faecalis: +11,0% (από 12.7 σε 14.1 ανά 100.000).
Το S. pneumoniae σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με το 2022 (+26,3%) και ξεπέρασε τα επίπεδα του 2019, ενώ το Acinetobacter spp, παρά την αύξηση μετά το 2019, μειώθηκε κατά -24,6% από το 2021 έως το 2023.
Ως προς τα ανθεκτικά βακτήρια, διατηρήθηκαν οι ανοδικές τάσεις της ανθεκτικής στις καρβαπενέμες κλεμπσιέλλας (K. pneumoniae) και της πολυ-ανθεκτικής ψευδομονάδας (P. aeruginosa).
Ενθαρρυντική ήταν η μείωση κατά 17,6% από το 2019 για τον σταφυλόκοκκο [S. aureus (MRSA)], σε ευθυγράμμιση με τον στόχο της ΕΕ για μείωση 15% έως το 2030.
Πηγή: ygeiamou.gr