
Οι διατροφικές επιλογές επηρεάζουν βιοποικιλότητα υγεία και περιβάλλον
Η βιοποικιλότητα, η υγεία και η διατροφή δεν αποτελούν ξεχωριστούς τομείς, αλλά μέρη ενός ενιαίου και αλληλοεξαρτωμένου συστήματος.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα, που αναδεικνύεται από το ευρωπαϊκό ερευνητικό έργο BioVio, ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα, που χρηματοδότησε η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη βιοποικιλότητα, με συντονιστή τον καθηγητή Αγροτικής Πολιτικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνο Μάττα.
Το έργο BioVio, συνολικού προϋπολογισμού 6–7 εκατ. ευρώ, υλοποιήθηκε με τη συμμετοχή χωρών από την Τουρκία έως τη Νορβηγία και τη συνεργασία 44 ερευνητικών ιδρυμάτων. Από την Ελλάδα συμμετείχαν το ΑΠΘ και το ΣΕΑΜ Κρήτης, ενώ ο καθηγητής Μάττας είχε τον συντονισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στόχος του προγράμματος ήταν να μελετηθεί πώς το αγροδιατροφικό σύστημα συμβάλλει στη μείωση της βιοποικιλότητας και πώς μπορεί να αναστραφεί αυτή η πορεία.
Το αγροδιατροφικό σύστημα ως ενιαία οικονομία
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, το αγροδιατροφικό σύστημα αποτελεί τον μεγαλύτερο οικονομικό τομέα στην Ευρώπη. «Δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά ξεκινά από τα εφόδια – λιπάσματα, μηχανήματα, τεχνολογία – και εκτείνεται στο εμπόριο, τις μεταφορές και τη μεταποίηση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση απασχολεί συνολικά περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους και περιλαμβάνει γύρω στις 15 εκατομμύρια επιχειρήσεις» εξηγεί ο Καθηγητής του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Μάττας.
«Ωστόσο, το ίδιο αυτό σύστημα ευθύνεται για περίπου το ένα τρίτο των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενώ σύμφωνα με τις μελέτες, σχεδόν το 50% της απώλειας φυτικής και ζωικής βιοποικιλότητας συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία του», προσθέτει ο ίδιος.
Μονοκαλλιέργεια: ο βασικός μηχανισμός απώλειας βιοποικιλότητας
Ένα από τα βασικά προβλήματα, που εντόπισε το BioVio είναι η επικράτηση της μονοκαλλιέργειας και της ολιγοκαλλιέργειας. Σε πολλές περιοχές της Ευρώπης παρατηρούνται εκτεταμένες εκτάσεις με ένα μόνο προϊόν, όπως βαμβάκι ή καλαμπόκι, ενώ ακόμη και σε οπωρώνες, για παράδειγμα στη Σλοβενία, υπάρχουν περιοχές αποκλειστικά με μήλα.
Η τάση αυτή ενισχύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, στο πλαίσιο της δημιουργίας μεγάλων και μηχανοποιημένων εκμεταλλεύσεων. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι σοβαρό: όταν ολοκληρώνεται η συγκομιδή, το τοπίο μένει «νεκρό», χωρίς καλλιέργειες που να διαδέχονται η μία την άλλη, όπως συνέβαινε παλαιότερα με τον συνδυασμό σιτηρών, οσπρίων και άλλων ειδών.
Αντίστοιχη εξέλιξη καταγράφεται και στη ζωική παραγωγή, όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τρέφονται κυρίως με λίγα είδη, όπως το κοτόπουλο.
Απώλεια γενετικού υλικού και επιπτώσεις στην υγεία
Η μονοκαλλιέργεια έχει οδηγήσει σε δραστική μείωση των γενότυπων και των ποικιλιών.
«Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του αγγουριού: από 800–1.000 ποικιλίες στο παρελθόν, σήμερα καλλιεργούνται περίπου 50, επειδή προσαρμόζονται καλύτερα στα θερμοκήπια και στις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς» αναφέρει στο protothema.gr ο συντονιστής του έργου, Καθηγητής Μάττας, για να συνεχίσει: «Στα σιτηρά, η κατάσταση είναι ακόμη πιο περιορισμένη. Από δεκάδες γενότυπους, έχει επικρατήσει ουσιαστικά ένας, επιλεγμένος για την υψηλή περιεκτικότητά του σε γλουτένη, λόγω της ζήτησης της διεθνούς αγοράς για προϊόντα όπως το ψωμί και η πίτσα. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται, σύμφωνα με την έρευνα, με την αύξηση της ευαισθησίας στη γλουτένη και της κοιλιοκάκης – μίας αυτοάνοσης διαταραχής που προκαλείται από τη γλουτένη -, καθώς και με δυσανεξίες όπως αυτή στο γάλα, δεδομένου ότι και τα ζώα τρέφονται με ζωοτροφές υψηλής περιεκτικότητας σε γλουτένη».
Το έδαφος: Ένας μη αναστρέψιμος παράγοντας
Πέρα από τα φυτά και τα ζώα, η βιοποικιλότητα αφορά και το ίδιο το έδαφος. Σκουλήκια, μυκόρριζες, που αποτελούν ένα φυσικό ενεργοποιητή των ριζών καθώς και μικροοργανισμοί, αποτελούν τη βάση της γονιμότητάς του. Η εντατική χρήση φυτοφαρμάκων και ζιζανιοκτόνων στη μονοκαλλιέργεια οδηγεί στη «νέκρωση» του εδάφους, μια κατάσταση που, σε αντίθεση με τις εκπομπές αερίων, δεν μπορεί εύκολα να αποκατασταθεί.
Η απώλεια αυτής της ζωής έχει και άμεσες συνέπειες στο νερό και στη διατροφή, καθώς τα λιπάσματα διασπώνται, μεταφέρονται στα υπόγεια ύδατα και τελικά καταλήγουν στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια η ΕΕ επενδύει σε έρευνες γύρω από την «υγεία του εδάφους» (soil health).
Πυρκαγιές, νερό και οικοσυστήματα
Η απουσία ποικιλίας στις καλλιέργειες έχει επηρεάσει ακόμη και τη συχνότητα και την ένταση των πυρκαγιών.
«Όπως έχει παρατηρηθεί, σε περιοχές όπου συνυπήρχαν διαφορετικές καλλιέργειες, η φωτιά μπορούσε να ανακοπεί. Στην Εύβοια, για παράδειγμα, σταμάτησε σε συκιές που διατηρούσαν υγρασία. Αντίθετα, όταν μεγάλες εκτάσεις παραμένουν ξεραμένες, η φωτιά εξαπλώνεται ανεμπόδιστα» παρατηρεί ο καθηγητής.
Παράλληλα, η εγκατάλειψη της εκτατικής κτηνοτροφίας, με πρόβατα και κατσίκια που περιόριζαν τη βιομάζα στα δάση, έχει συμβάλει στη συσσώρευση εύφλεκτης ύλης, κάτι που πλέον αναγνωρίζεται διεθνώς, με ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα την περίπτωση της Καλιφόρνιας, όπου σημειώνονται εκτεταμένες πυρκαγιές.
Καθοριστικής σημασίας το πιάτο του καταναλωτή
Παρότι η ΕΕ ζήτησε από τους ερευνητές να προτείνουν τεχνικές λύσεις, όπως οι συγκαλλιέργειες (intercropping) και η επανεισαγωγή ειδών, η ομάδα του BioVio ανέδειξε ένα διαφορετικό, κεντρικό ζήτημα: το πρόβλημα δεν ξεκινά από το χωράφι, αλλά από το πιάτο του καταναλωτή.
Ενώ στο παρελθόν ο άνθρωπος τρεφόταν με περίπου 5.000 είδη, σήμερα πλέον η παγκόσμια διατροφή βασίζεται σε περίπου 300, με μόλις 10 είδη, όπως το σιτάρι, το καλαμπόκι, η πατάτα και το ρύζι, να καλύπτουν το 90–95% της κατανάλωσης.
Οι αλυσίδες τροφίμων, για λόγους κόστους και ευκολίας, προωθούν αυτή την ομοιομορφία, διαμορφώνοντας αναλόγως και τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών.
Από τη ζήτηση στην παραγωγή
Η προσέγγιση του BioVio βασίζεται στην αντιστροφή της λογικής «from farm to fork» – (από το χωράφι στο πιάτο) σε «from fork to farm». Σύμφωνα με τον Καθηγητή Μάττα, ο οποίος είχε την έμπνευση για την ‘αντιστροφή’ αυτής της αλυσίδας, «αν ο καταναλωτής αρχίσει να ζητά ποικιλία, εποχικότητα και τοπικά προϊόντα, τότε οι αλυσίδες θα αναγκαστούν να τα προμηθευτούν και οι παραγωγοί να τα καλλιεργήσουν».
Στο πλαίσιο αυτό, η ομάδα πρότεινε την αξιοποίηση σπάνιων και τοπικών ποικιλιών, όπως το ντοματίνι Σαντορίνης, ο ζωχός, το αρμένικο αγγουράκι από την Κύπρο και παραδοσιακές ελληνικές ποικιλίες οσπρίων για την Ελλάδα, ανάλογα τοπικά προϊόντα για τις υπόλοιπες χώρες. Η λογική είναι ότι μόνο αν ο καταναλωτής τα αναγνωρίσει και τα εντάξει στη διατροφή του, θα αποκτήσουν οικονομική βιωσιμότητα.
Υγεία, διατροφή και οικονομία
Η επιστημονική τεκμηρίωση του έργου δείχνει ότι η περιορισμένη διατροφή συνδέεται με την αύξηση χρόνιων παθήσεων: διαβήτη, καρδιαγγειακά νοσήματα, αλλεργίες και παχυσαρκία. Σήμερα, μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων εμφανίζει τουλάχιστον δύο χρόνιες ασθένειες μετά τα 40 έτη.
Αντίθετα, η μεσογειακή διατροφή, όχι μόνο ως λίστα τροφών, αλλά ως τρόπος συνδυασμού, εποχικότητας και παρασκευής – αποδείχθηκε ότι αυξάνει τόσο τη βιοποικιλότητα στο πιάτο όσο και στις καλλιέργειες. Συγκρίνοντας έξι χώρες με μεσογειακή παράδοση και έξι με δυτικού τύπου διατροφή, διαπιστώθηκε ότι στις πρώτες ο αριθμός καλλιεργούμενων ειδών είναι κατά 50% μεγαλύτερος.
Η υιοθέτηση αυτών των αρχών μπορεί να έχει και σημαντικό οικονομικό όφελος. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η αποκατάσταση της βιοποικιλότητας παγκοσμίως θα ισοδυναμούσε με περίπου 1 τρις ευρώ ετησίως, το οποίο θα μπορούσε να εξοικονομηθεί μόνο από τη μείωση των δαπανών υγείας, αν οι πολίτες ακολουθούσαν πιο ποικίλη και ισορροπημένη διατροφή.
Η «δύναμη του πιρουνιού»
Όπως υπογραμμίζεται και σε σχετικές δημοσιεύσεις της έρευνας στο Advances in Nutrition και στο Nature, με τίτλο «The Power of the Fork», η αλλαγή δεν εξαρτάται μόνο από πολιτικές αποφάσεις. Η καθημερινή επιλογή του καταναλωτή -τι βάζει στο πιάτο του, αν τρώει εποχικά και τοπικά, αν επιδιώκει ποικιλία – μπορεί να επηρεάσει ολόκληρη την αλυσίδα τροφίμων. Η βασική αρχή του προγράμματος είναι σαφής: η βιοποικιλότητα δε σώζεται μόνο στο χωράφι, αλλά πρώτα στο τραπέζι. Και η υγεία του ανθρώπου, του περιβάλλοντος και της οικονομίας είναι τελικά αλληλένδετες.
Πηγή: ygeiamou.gr

