Aντιβιοτικά: Πόσο απειλητικά μπορεί να γίνουν για τη μνήμη
Οι γυναίκες μέσης ηλικίας θα πρέπει να είναι προσεκτικές σχετικά με τη χρήση των αντιβιοτικών, εάν επιθυμούν να εξακολουθήσουν να έχουν γερή μνήμη και κοφτερό μυαλό. Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ το Rush Medical College και το Brigham and Women’s Hospital, κατέληξε σε μια συσχέτιση μεταξύ της χρήσης αντιβιοτικών από μεσήλικες γυναίκες και της γνωστικής εξασθένισης αργότερα στη ζωή τους. Η εργασία τους δημοσιεύτηκε στο PLOS ONE.
Προηγούμενο ερευνητικό υλικό είχε διαπιστώσει κάποια σύνδεση μεταξύ της υγείας του εντέρου και της ψυχικής υγείας, αλλά και το γεγονός ότι η χρήση αντιβιοτικών μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές διαταραχές στο μικροβίωμα του εντέρου.
Για να εξετάσουν εάν σχετίζεται η χρήση των αντιβιοτικών με την γνωστική εξασθένιση αυτή της ηλικιακής ομάδας των γυναικών, οι ερευνητές άντλησαν στοιχεία από τη Μελέτη Νοσηλευτών Υγείας II, μια βάση δεδομένων που εμπλουτίζεται από γυναίκες νοσοκόμες για πολλά χρόνια. Ο μέσος όρος ηλικίας των γυναικών που εξετάσθηκαν ήταν τα 54.7 έτη.
Οι ερευνητές μελέτησαν δεδομένα από 15.129 γυναίκες νοσοκόμες που περιέγραψαν τη χρήση αντιβιοτικών και τα αποτελέσματα των γνωστικών βαθμολογιών που συλλέχθηκαν αρκετά χρόνια αργότερα, συγκρίνοντας όσες έλαβαν αντιβιοτικά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους με αυτές που δεν έλαβαν καθόλου. Όσον αφορά τα γνωστικά τεστ, αυτά μετρούσαν την ταχύτητα της σκέψης, της προσοχής, της μάθησης και της μνήμης. Κάθε μία από τις νοσοκόμες ταξινομήθηκε σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με τη χρήση αντιβιοτικών, από την μη χρήση τους έως τη χρήση άνω των δύο μηνών.
Το πόρισμά τους ήταν ότι οι νοσηλεύτριες που είχαν λάβει αντιβιοτικά για τουλάχιστον δύο μήνες σημείωσαν χαμηλότερη βαθμολογία στα γνωστικά τεστ (που έγιναν επτά χρόνια αργότερα) από τις νοσοκόμες που είχαν λάβει αντιβιοτικά για μικρότερο χρονικό διάστημα ή καθόλου. Συμπερασματικά, οι ερευνητές προτείνουν ότι η μείωση ήταν περίπου ισοδύναμη με τρία έως τέσσερα χρόνια της γήρανσης.