
Brain drain: Γιατί επιστρέφουν με τόσο αργό ρυθμό οι γιατροί στην Ελλάδα – 3 επιστήμονες απαντούν
Περισσότεροι από 22.000 γιατροί εκτιμάται ότι έχουν φύγει από την Ελλάδα, κατά κύματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, από το 2007, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης, εργασίας και αμοιβών. Τα στοιχεία του μεγαλύτερου Ιατρικού Συλλόγου της χώρας, του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) είναι ενδεικτικά. Από το 2007 έως το 2024 εκδόθηκαν 19.209 πιστοποιητικά για γιατρούς, ειδικευόμενους και ειδικευμένους, που έφυγαν στο εξωτερικό.
Παρότι ο όρος brain drain (διαρροή μυαλών) καθιερώθηκε στην εποχή των μνημονίων, η πλειονότητα των γιατρών έφυγε την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με τον ΙΣΑ, από το 2014 περισσότεροι από 12.000 γιατροί κατευθύνθηκαν προς χώρες κυρίως της Ευρώπης, αλλά και προς τη Βρετανία και την Κύπρο.
Παρά τις προσπάθειες των τελευταίων ετών για την ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και τη συγκράτηση του ανθρώπινου δυναμικού, μόλις 772 γιατροί επέστρεψαν την τελευταία δεκαετία στον ΙΣΑ, με το 65% αυτών να βγάζουν εισιτήριο επιστροφής για την Ελλάδα από το 2019 και μετά. «Η ανάσχεση της διαρροής επιστημόνων δεν είναι απλώς ένα ζήτημα επαγγελματικό. Είναι στρατηγικής σημασίας για τη διατήρηση και την ενίσχυση του συστήματος υγείας και την παροχή υψηλού επιπέδου υπηρεσιών υγείας στους πολίτες» σημειώνει ο πρόεδρος του ΙΣΑ, κ. Γιώργος Πατούλης.
Το ισοζύγιο παραμένει ισχυρά αρνητικό, με τη «διαρροή μυαλών» να συνεχίζεται, ιδιαίτερα στις πιο νεαρές ηλικίες και σε κρίσιμες ειδικότητες, προκαλώντας «βλάβες» στο σύστημα δημόσιας υγείας.
Το ΘΕΜΑ συνομίλησε με τρεις γιατρούς που βρέθηκαν στην σκληρή πραγματικότητα του ΕΣΥ και επέλεξαν τη δική τους διαδρομή. Οι δύο πήραν τον δρόμο της επιστροφής, η τρίτη πήρε την απόφαση να φύγει στο εξωτερικό, διασφαλίζοντας καλύτερες εργασιακές και μισθολογικές συνθήκες.
Αριστοτέλης Καλύβας, επίκουρος καθηγητής Νευροχειρουργικής Ιατρικής Σχολής Αθηνών, Β’ Νευροχειρουργική Κλινική, Αττικόν
Η εκπαιδευτική και επαγγελματική διαδρομή του νευροχειρουργού, κ. Αριστοτέλη Καλύβα, ήταν μακρά εντός κι εκτός Ελλάδας – Ιωάννινα, Αθήνα, Εδιμβούργο, Τορόντο. Η επιθυμία για επιστροφή και σταδιοδρομία, στη χώρα ήταν πάντοτε έντονη, αλλά η λογική την απομάκρυνε.
Η προκήρυξη των 270 μελών ΔΕΠ (έγινε το 2023 από το υπουργείο Παιδείας, σε συνεργασία με το υπουργείο Υγείας, ώστε να καλυφθούν θέσεις γιατρών σε πανεπιστημιακές κλινικές και να ενισχυθούν τα νοσοκομεία), στάθηκε καταλυτική για τον Έλληνα νευροχειρουργό, με εξειδίκευση στη χειρουργική υπόφυσης, βάσης κρανίων και όγκων εγκεφάλου, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, στον Καναδά.

«Ήθελα να εργαστώ στη χώρα μου, και αυτή η προκήρυξη ήταν μια ευκαιρία που άνοιγε την πόρτα της επιστροφής. Υπέβαλα το βιογραφικό μου και συμμετείχα στη διαδικασία. Τα προσόντα και η εμπειρία μου με οδήγησαν σε ένα ιστορικό πανεπιστήμιο, το ΕΚΠΑ και σε ένα εξαιρετικό νοσοκομείο, το Αττικόν. Είναι τιμή μου να προσφέρω στη νευροχειρουργική, στους Έλληνες ασθενείς και στη νέα γενιά νευροχειρουργών» λέει ο κ. Καλύβας στο ΘΕΜΑ.
Δηλώνει ενθουσιασμένος αλλά και ρεαλιστής αναφορικά με το νέο κεφάλαιο που ξεκινά στη ζωή του. «Γνωρίζω τις δυσκολίες, όπως για παράδειγμα, την εξάντληση του προσωπικού, αλλά πιστεύω και στις δυνατότητες του συστήματος υγείας. Η πολιτεία αναγνωρίζει την ανάγκη επένδυσης στο πεδίο της υγείας» αναφέρει.
Αυτά τα δεδομένα έκριναν και την τελική του απόφαση, η οποία ήταν μεν προσωπική, αλλά ανατροφοδοτήθηκε, όπως λέει, από τους οικείους του, ιδίως τη σύζυγό του, παιδο-νευρολόγο, και τους συναδέλφους του. Είναι βέβαιος πως το Αττικόν μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς στη Νευροχειρουργική και ως προϋπόθεση επιτυχίας ορίζει τη συνεργασία, «διεπιστημονικά αλλά και μεταξύ όλων των γενεών νευροχειρουργών, της χώρας μας, ώστε να μεταλαμπαδεύεται η γνώση».
Ευάγγελος Μήτσης, Γενικός γιατρός, ιδιώτης
Ο κ. Μήτσης, είναι ένας από τους 66 γιατρούς που επέστρεψαν στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στην Αττική, το 2020. Ένας κύκλος 13 χρόνων – ειδικότητα και εργασία ως Οικογενειακός γιατρός – στη Βρετανία, είχε ολοκληρωθεί και ένας νέος άνοιγε στην χώρα του.
Στο πεδίο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με τον θεσμό του Προσωπικού Γιατρού, φαινόταν κάτι να αλλάζει, ωστόσο, περισσότερο βάρυναν οικογενειακοί λόγοι στην απόφασή του. «Ήταν εύκολο να φύγω το 2006, διότι ήξερα πως θα είχα άλλες δυνατότητες για εκπαίδευση στη Βρετανία. Γύρισα γιατί είχε εκπληρωθεί ο στόχος, είχα φτάσει εκεί που ήθελα» λέει στο ΘΕΜΑ ο κ. Μήτσης.

Η επιστροφή του όμως ήταν δύσκολη όταν κατάλαβε πως δεν έχει αλλάξει η νοοτροπία των πολιτών. «Ζητούν εξετάσεις και φάρμακα, δεν αντιλαμβάνονται την αξία της προληπτικής ιατρικής επίσκεψης. Δεν έχω συνηθίσει την απουσία ηλεκτρονικού φακέλου υγείας, την έλλειψη δεδομένων» λέει.
Ως ιδιώτης γιατρός βιώνει αποκαρδιωτικά τη σύγκριση σε ό,τι αφορά την άσκηση του ιατρικού έργου μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. «Εκεί ήμουν σε ένα Κέντρο Υγείας που είχε πληθυσμό ευθύνης 6.500 και απασχολούμαστε 4 γενικοί γιατροί, 7 νοσηλευτές, γραμματεία, φαρμακοποιός κ.α. Εδώ ζητούν από τους παθολόγους και τους γενικούς γιατρούς να έχουν στο ιατρείο τους 2.500 πολίτες εγγεγραμμένους. Η δομή της σύμβασης είναι απάνθρωπη για τους γιατρούς» λέει, έχοντας επιλέξει να μην ενταχθεί στο σύστημα του Προσωπικού Γιατρού.
«Αξιοποιώ τις δυνάμεις μου και την εμπειρία μου είτε δουλεύει το σύστημα υγείας είτε όχι. Προσωπικά, κάνω πάντα ό,τι μπορώ» καταλήγει.
Αναστασία Παπαπορφυρίου, Πνευμονολόγος, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Βιέννης
Το 2022 έφυγαν από την Ελλάδα 504 ειδικευμένοι γιατροί αναζητώντας καλύτερες μισθολογικές και εργασιακές συνθήκες. Η πνευμονολόγος, κυρία Αναστασία Παπαπορφυρίου, ήταν μία εξ αυτών, παρότι μάλιστα το διάστημα εκείνο της είχε προσφερθεί μόνιμη θέση επιμελητή Β’ στο νοσοκομείο Σωτηρία. Έκτοτε εργάζεται στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Βιέννης, στην Αυστρία.
«Δεν ήταν μια απόφαση που έλαβα εύκολα. Στάθμισα αυτό που ήθελα, δηλαδή να ασχοληθώ με την Επεμβατική Πνευμονολογία, και αυτό που θα μπορούσα να κάνω στην πραγματικότητα στη χώρα μας. Είχα εκπαιδευτεί και εργαστεί στο σύστημα υγείας της Ελλάδας και γνώριζα τις συνθήκες που επικρατούσαν. Ένιωθα ότι δεν θα κατακτούσα τον στόχο μου στην Ελλάδα. Δεν θα έκανα την εξειδίκευση, αλλά εκατοντάδες άλλα πράγματα… μαζί με την εξειδίκευση» λέει η 33χρονη γιατρός.
Επιπλέον, όπως σημειώνει, επί 10 χρόνια έδινε ευκαιρίες στο σύστημα και προσπαθούσε να εξελίσσεται: «έκανα διδακτορικό, αγροτικό, ειδικότητα, εργάστηκα ως πανεπιστημιακή υπότροφος και ως επικουρική μέσα στην πανδημία».
Το εργασιακό περιβάλλον στο αυστριακό νοσοκομείο απέχει πολύ από όσα βίωσε στα ελληνικά νοσοκομεία. «Τηρούνται τα ωράρια εργασίας, το αντικείμενό μου, οι εφημερίες είναι λιγότερες και πάντα μέσα στην κλινική, καθώς τα νοσοκομεία έχουν άλλους γιατρούς στα Επείγοντα, πριμοδοτούμαι να κάνω έρευνα, οι αποδοχές είναι πολύ ικανοποιητικές» περιγράφει. Ενδεικτικά, ο μισθός του επιμελητή Β’ στην Ελλάδα είναι 2.000 ευρώ με τις εφημερίες και στην Αυστρία στην αντίστοιχη θέση φθάνει τις 6.000 ευρώ με τις εφημερίες.
Τις μεταρρυθμίσεις που προώθησε πρόσφατα το υπουργείο Υγείας για την ενίσχυση των αποδοχών των γιατρών του ΕΣΥ όπως τα επί πληρωμή απογευματινά χειρουργεία και το ιδιωτικό έργο εκτός νοσοκομείου, δεν τις θεωρεί δελεαστικές. «Αυτά ισχύουν χρόνια στην Ευρώπη, άρα δεν αποτελούν κίνητρο για κάποιον ώστε να επιστρέψει. Η βάση για την επιστροφή των γιατρών μπορεί να είναι συνδυασμός μεγαλύτερου μισθού και καλύτερων συνθηκών εργασίας. Γιατί, τώρα οι γιατροί στην Ελλάδα παίρνουν μισθούς πείνας» καταλήγει.
Πηγή: ygeiamou.gr