Eιδικοί εξηγούν γιατί διατηρείται τόσο ψηλά ο αριθμός των θανάτων από τον κορωνοϊό

«Μαύρα» ρεκόρ έχουν σημειώσει οι σκληροί δείκτες που καταγράφουν την επιδημιολογική εικόνα του κορωνοϊού στη χώρα. Ο Ιανουάριος αποδείχθηκε, δε, ο πιο φονικός από την αρχή της πανδημίας.

Τον Ιανουάριο του 2022 σημειώθηκαν 2.710 θάνατοι και τις πρώτες τρεις ημέρες του Φεβρουαρίου 333 θάνατοι. Ποσοστό μεγαλύτερο του 70% των θανάτων είναι ηλικιωμένοι άνω των 70 ετών.

Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο βασικότερος λόγος των 100 και πλέον θυμάτων σε ημερήσια βάση είναι η «τρύπα» των λίγο λιγότερων από 300.000 ανεμβολίαστων πολιτών από 60 ετών και άνω, ενώ το θέμα είναι πολυπαραγοντικό, με τα… απόνερα της παραλλαγής «Δέλτα», τη δημογραφία της χώρας, τη μη έγκαιρη προσέλευση στα νοσοκομεία αλλά και την απόδοση των υγειονομικών δομών έπειτα από δύο χρόνια -σε λίγο- πανδημίας να έχουν ρόλο.

«Δυστυχώς, τα κρούσματα είναι πολλά και περίπου 2.000 με 3.000 στο σύνολο των 20.000 είναι “Δέλτα”, με αυτήν να… δίνει και τους περισσότερους θανάτους. Σιγά σιγά οι θάνατοι θα πέσουν, αλλά δεν ξέρουμε σε ποιο επίπεδο», επισημαίνει ο ίδιος και προσθέτει: «Εάν ένας λόγος συμβάλλει περισσότερο στον υψηλό αριθμό θανάτων είναι τα μη ικανοποιητικά εμβολιαστικά ποσοστά στους άνω των 60 ετών».

Και, όπως χαρακτηριστικά εξηγεί, το ποσοστό κάλυψης στην ηλικιακή κατηγορία 60 ετών και πάνω μπορεί να έχει ξεπεράσει το 90% μετά την ανακοίνωση της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, ωστόσο «το 10% δεν είναι μικρό», λέει. Επίσης, τα ποσοστά αλλάζουν ανάλογα με την περιοχή. Δηλαδή, κατά τόπους υπάρχουν και χαμηλότερα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης. Ενα ακόμη σημαντικό στοιχείο είναι ότι ο μεγάλος όγκος ηλικιωμένων που προστέθηκε λόγω υποχρεωτικότητας στον εμβολιασμένο πληθυσμό (200.000 άτομα) εμβολιάστηκε μόλις τον τελευταίο μήνα, κάποιοι δηλαδή πιθανόν δεν έχουν αναπτύξει ανοσία.

«Ρόλο έχει και η μεγάλη ενδοοικογενειακή μετάδοση, καθώς μέσα στις ελληνικές οικογένειες συγχρωτίζονται τρεις γενιές και μεγάλοι άνθρωποι με προβλήματα υγείας και συννοσηρότητες. Ο γηρασμένος πληθυσμός της χώρας, η αργοπορημένη προσέλευση στα νοσοκομεία αλλά και η κούραση των υγειονομικών και η πίεση του συστήματος δημιουργούν ζητήματα αποδοτικότητας των δομών Υγείας. Μας προκαλούν μεγάλη εντύπωση οι σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την περιοχή. Για παράδειγμα, τον μήνα Ιανουάριο στην Κρήτη είχαμε 8,5 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού, ενώ η υπόλοιπη χώρα είχε 24-24,5 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού. Η Κρήτη, μάλιστα, ήταν από τις περιοχές που επιβαρύνθηκαν πολύ στο πέμπτο κύμα με την παραλλαγή “Ομικρον”. Σε όσες περιοχές είναι άνισα κατανεμημένο το υγειονομικό προσωπικό, καταγράφονται θάνατοι», εξηγεί ο καθηγητής Πνευμονολογίας.

Για ένα ζήτημα πολυπαραγοντικό, με έναν από αυτούς τους παράγοντες να σχετίζονται με το σύστημα Υγείας, κάνει λόγο ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας, Θεόδωρος Λύτρας. «Το εμβολιαστικό κενό στις μεγάλες ηλικίες, η αύξηση των λοιμώξεων αλλά και ζητήματα στο σύστημα Υγείας είναι όλοι λόγοι που συντελούν για αυτούς τους αριθμούς», αναφέρει στον «Ελεύθερο Τύπο», παραπέμποντας στη γνωστή μελέτη που είχε πραγματοποιήσει με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και είχε κάνει αίσθηση.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η μεγαλύτερη αναλογία θανάτων ανά 100.000 πληθυσμού εντοπίζεται σε περιοχές της Μακεδονίας. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε κατά τόπους χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη αλλά και σε πολλές άλλες παραμέτρους, όπως η ηλικιακή κατανομή των κρουσμάτων ή η έγκαιρη προσέλευση στο ΕΣΥ.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όπως επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας, Δημήτρης Παρασκευής, ο αριθμός των θανάτων σε αυτήν τη φάση της πανδημίας δεν συγκρίνεται με το προηγούμενο κύμα, της «Δέλτα».

«Οι θάνατοι πρέπει να αξιολογούνται όχι όπως αξιολογούνται, ανά μονάδα πληθυσμού, αλλά ανά αριθμό κρουσμάτων. Ετσι, η αναλογία θανάτων προς κρούσματα είναι πολύ μικρότερη στο πέμπτο κύμα. Επιπλέον, οι θάνατοι συμβαίνουν σε υπερήλικες κυρίως, στη συντριπτική τους πλειονότητα με συννοσηρότητες», λέει στον «Ελεύθερο Τύπο» και προσθέτει: «Η Ελλάδα είχε ένα έντονο κύμα “Δέλτα” που δεν αποκλιμακώθηκε όταν ξεκίνησε η “Ομικρον”».

Επίσης, ο ίδιος σημειώνει ότι οι θάνατοι αξιολογούνται κατ’ αναλογία εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων σε όσους είναι διασωληνωμένοι. Και διασωληνωμένοι είναι ως επί το πλείστον άνθρωποι ανεμβολίαστοι ή μερικώς εμβολιασμένοι, δηλαδή δεν έχουν κάνει την ενισχυτική δόση ή δεν έχουν προλάβει να κάνουν τη δεύτερη. Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι οι αριθμοί των θανάτων θα πέσουν, αναλογικά με τους διασωληνωμένους, και με αργό ρυθμό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, οι διασωληνωμένοι θα διατηρηθούν περί τους 500 έως το τέλος Φεβρουαρίου. Το γεγονός, όμως, ότι οι νοσηλείες είναι περισσότερο «Ομικρον» και λιγότερο «Δέλτα», που σημαίνει μικρότερο χρόνο νοσηλείας, σε συνδυασμό με τον μικρότερο αριθμό εισαγωγών, προσφέρει αισιοδοξία ότι το ΕΣΥ θα αποσυμπιεστεί σιγά σιγά.