H. Μόσιαλος: «Αισιόδοξα νέα από την πορεία των εμβολιασμών στο Ισραήλ»

«Σύντομα, θα ξέρουμε και εάν μεταδίδουμε τον ιό μετά τον εμβολιασμό»

Την πορεία του Ισραήλ ως προς την καταπολέμηση της πανδημίας, καθώς και το ποσοστό των μαζικών εμβολιασμών που έχουν πραγματοποιηθεί στη χώρα εξετάζει ο καθηγητής του LSE και εκπρόσωπος της Ελλάδας στους διεθνείς οργανισμούς για τον κορωνοϊό, Ηλίας Μόσιαλος, με ανάρτησή του στο Facebook.

«

Αισιόδοξα νέα από την πορεία των εμβολιασμών στο Ισραήλ. Τα στοιχεία από το Ισραήλ δείχνουν πως ο μαζικός εμβολιασμός μάλλον επιβραδύνει την εξάπλωση του κορωνοϊού και δεν έχει αναφερθεί κανένας θάνατος που να συνδέεται με τον εμβολιασμό.

Σχεδόν 2 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εμβολιαστεί (ή έχουν ήδη λάβει τουλάχιστον την πρώτη δόση). Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 22% του πληθυσμού, σχεδόν 76% των πολιτών άνω των 60 ετών και, επιπλέον, άνω του 60% των ευάλωτων ομάδων.

Πως αξιολογείται η πορεία της αποτελεσματικότητας του εμβολίου λοιπόν:

  1. Οι πόλεις με υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού έχουν λιγότερους ασθενείς.
  2. Δύο εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό περίπου του 30% των πολιτών άνω των 60 ετών, καταγράφηκε πτώση 25% στο (%) ποσοστό όσων νόσησαν σοβαρά σε αυτή την ηλικιακή ομάδα (τα αποτελέσματα προκύπτουν από αναλύσεις του εβδομαδιαίου μέσου όρου).

Δεν υπάρχει όμως περιθώριο για εφησυχασμό και απλές επιδημιολογικές αναλύσεις. Σε μια δυναμική κατάσταση όπως αυτή που εξελίσσεται στο Ισραήλ, με υψηλή εξάπλωση του ιού στην κοινότητα, και με ταυτόχρονο μαζικό εμβολιασμό τέτοιας ταχύτητας, τα αποτελέσματα πρέπει να αναλύονται πολύ προσεκτικά. Δηλαδή, όχι μόνο με άξονα το αν συμβαδίζουν με την επίδραση του μαζικού εμβολιασμού, αλλά και με το εάν οφείλονται σε διακυμάνσεις της πανδημίας.

Οι δε διακυμάνσεις μπορεί να οφείλονται σε χρονική, γεωγραφική ή ακόμα και πληθυσμιακή διαφοροποίηση.

Για παράδειγμα

  • κοιτώντας το σύνολο, μόνο το 1.5% των ασθενών ηλικίας άνω των 60 ετών νοσούν (σε κρίσιμα επίπεδα) επί του παρόντος. Αλλά αυτό το ποσοστό είχε καταγραφεί και σε άλλη φάση της πανδημίας.
  • το μειωμένο -πλέον- ποσοστό των ασθενών που νοσούν ήπια θα μπορούσε να οφείλεται στην αύξηση των περιπτώσεων στο νεότερο πληθυσμό. Αυτό θα μπορούσε να καταγραφεί ως συνέπεια των εμβολιασμών – επειδή συντελούν στη μείωση των λοιμώξεων.
  • οι πόλεις με μεγάλα ποσοστά εμβολιασμού στους άνω των 60 ετών έχουν μικρότερα ποσοστά ασθενών με σοβαρή λοίμωξη σε αυτή την ηλικιακή ομάδα (συγκρινόμενες με τα αντίστοιχα ποσοστά σε πόλεις με χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού). Αυτή θα μπορούσε να είναι επίσης μια πολλά υποσχόμενη συσχέτιση του μαζικού εμβολιασμού με τη μείωση της εξάπλωσης. Αλλά χρειάζεται προσοχή, καθώς η συσχέτιση δεν αποδεικνύεται ακόμα.
  • φαίνεται να καταγράφεται πλατό σε ‘χαμηλά’ ποσοστά εμβολιασμού σε ορισμένες πόλεις. Παρά τη διαθεσιμότητα των εμβολίων, ορισμένες πόλεις φαίνεται να έχουν καταφέρει να εμβολιάσουν μόνο 50% ή και λιγότερο των πολιτών άνω των 60 ετών.
  • στον υπερ-ορθόδοξο τομέα, η κατά κεφαλή θνητότητα παραμένει 6 φορές μεγαλύτερη από τους άλλους τομείς, ενώ ο αριθμός των νέων ασθενών σταθεροποιείται και φαίνεται να εμφανίζει μείωση στον αραβικό τομέα.

Τι στοιχεία έχουμε όμως αναφορικά με τις λοιμώξεις ή και τις νοσηλείες μεταξύ αυτών που έχουν λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου;

Το ποσοστό μόλυνσης μεταξύ των Ισραηλινών που έλαβαν την πρώτη από τις δύο δόσεις του εμβολίου μειώθηκε δραματικά 2 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό τους, σύμφωνα με τα αρχικά στοιχεία του Υπουργείου Υγείας που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη (πηγή εφημερίδα Haaretz).

Η εκστρατεία εμβολιασμού του Ισραήλ ξεκίνησε στα τέλη Δεκεμβρίου, και για ένα μεγάλο ποσοστό αυτών που έλαβαν την πρώτη δόση, δεν έχουν περάσει ακόμη 15 έως 22 ημέρες. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί, μετά τις πρώτες 1.7 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου:

  • 4.484 άτομα διαγνώστηκαν με κορωνοϊό 1 με 7 ημέρες μετά τον εμβολιασμό τους,
  • 3.186 άτομα 8 έως 14 ημέρες από την αντίστοιχη ημερομηνία που εμβολιάστηκαν
  • Όμως, 15 με 22 ημέρες μετά από την πρώτης δόσης του εμβολίου, ο αριθμός των ανθρώπων που νόσησαν μειώθηκε στα 353 άτομα.
    Όσον αφορά αυτούς που κόλλησαν και νοσηλευτήκαν: συνολικά, από την έναρξη της εκστρατείας, 375 από εκείνους που έλαβαν την πρώτη δόση αργότερα διαγνώστηκαν με κορωνοϊό και νοσηλεύτηκαν. Από αυτούς,
  • 244 διαγνώστηκαν 1-7 ημέρες μετά τον εμβολιασμό,
  • 124 άτομα μεταξύ 8 και 14 ημερών μετά τον εμβολιασμό.
  • 7 άτομα διαγνώστηκαν και νοσηλεύτηκαν μετά από 15 ή περισσότερες ημέρες μετά τον εμβολιασμό.

Αναφορικά δε με τις παρενέργειες μετά από 1,7 εκατομμύρια δόσεις:

στο σύνολο αναφέρθηκαν 1217 παρενέργειες και δεν έχει αναφερθεί κανένας θάνατος που να συνδέεται με τον εμβολιασμό. Οι πιο συχνές παρενέργειες ήταν γενικής φύσεως (όπως πονοκέφαλος, πυρετός ναυτία και μυϊκοί πόνοι) ενώ κάποιες ήταν εστιασμένες στο σημείο του εμβολιασμού (όπως τοπικός ερεθισμός, πόνος και μερικός περιορισμός της κινητικότητας του χεριού) και 92 ήταν νευρολογικής ή αλλεργικής φύσεως.

Ήταν αναμενόμενο όμως να νοσήσουν κάποιοι άνθρωποι;

Καταρχάς, να σημειώσουμε εδώ πως νοσούν περισσότεροι τις πρώτες ημέρες μετά τον εμβολιασμό. Ο αριθμός πέφτει μετά τις δυο πρώτες εβδομάδες γιατί οι εμβολιασθέντες αναπτύσσουν αντισώματα, και σιγά σιγά το ποσοστό των νοσούντων μειώνεται σημαντικά. Αυτό είναι και αναμενόμενο και συμβατό με τα στοιχεία αποτελεσματικότητας, αλλά και τα διαστήματα εμπιστοσύνης της αποτελεσματικότητας του εμβολίου μετά την πρώτη ή τη δεύτερη δόση, όπως έχουν προκύψει από τις κλινικές μελέτες.

Θυμίζω εδώ πως στη δημοσίευση για το εμβόλιο Pfizer-BioNTech στο New England Journal of Medicine (doi: 10.1056/NEJMoa2034577) αναφέρεται πως η αποτελεσματικότητα του εμβολίου ήταν 52,4% μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης (με μεσοδιάστημα 21 ημερών). Κατά τη διάρκεια της δοκιμής φάσης III, οι περισσότερες ´αποτυχίες’ του εμβολίου ήταν τις ημέρες αμέσως μετά την πρώτη δόση, υποδηλώνοντας ότι η βραχυπρόθεσμη προστασία ξεκινά περίπου την ημέρα 11. Κοιτάζοντας τα συνολικά δεδομένα από την ημέρα 15 έως 21, οι βρετανικές ρυθμιστικές αρχές (στη διαδικασίας αξιολόγησης της εναλλαγής δόσεων μεταξύ εμβολίων) υπολόγισαν ότι η αποτελεσματικότητα έναντι του συμπτωματικού covid-19 ήταν περίπου 89% (95% με διάστημα εμπιστοσύνης 52% έως 97%).

Άρα, τα ποσοστά που παρατηρούνται στο Ισραήλ είναι αναμενόμενα.

Να αναφέρω επίσης εδώ πως ο ο πρωθυπουργός του Ισραήλ είχε δηλώσει στις 7 Ιανουαρίου ότι η συμφωνία του Ισραήλ με την Pfizer για 10 εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου, συμπεριλάμβανε τον όρο αποστολής 400.000-700.000 δόσεων κάθε εβδομάδα.

Επίσης συμπεριλάμβανε και την ανώνυμη αλλά ενδελεχή ενημέρωση της Pfizer (καθώς και του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας) για τα δεδομένα σχετικά με την ηλικία, το φύλο και το ιατρικό ιστορικό των ατόμων που λαμβάνουν το εμβόλιο, καθώς και τις παρενέργειες και την αποτελεσματικότητά του. Ακούγεται πολύ πολύπλοκο αλλά αυτό στο Ισραήλ μπορεί να γίνει με ευκολία.

Το Ισραήλ διαθέτει ένα εξαιρετικά οργανωμένο, ψηφιακό εθνικό σύστημα δημόσιας υγείας. Διατηρούνται ψηφιακά αρχεία όλων των ασθενών, ώστε να είναι εφικτό για τον γιατρό ή ένα φορέα υγείας να ανατρέξει στα ιατρικά δεδομένα των ανθρώπων από τη γέννησή τους. Αυτό συμπεριλαμβάνει τα δεδομένα κάθε προηγούμενης νοσηλείας, των συνταγογραφημένων φαρμάκων και των εμβολιασμών.

Εν συντομία, τα νέα από το Ισραήλ είναι σημαντικά. Όπως βλέπουμε παρότι εμβολίασαν τη μεγάλη πλειοψηφία των ευάλωτων -που στην πλειοψηφία τους είναι και ηλικιωμένοι- και έχουν περάσει αρκετές ημέρες από την έναρξη των εμβολιασμών, δεν υπήρξε αναφορά θανάτων και υψηλών ποσοστών παρενεργειών. Αναφερόμουν συχνά τον Δεκέμβριο στο πλεονέκτημα – αναφορικά με τα έξτρα δεδομένα ασφαλείας- που μας έδωσε το γεγονός ότι τα εμβόλια εγκρίθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο νωρίτερα από άλλες χώρες.

Τώρα βλέπουμε αντίστοιχα τα ενθαρρυντικά νέα από το Ισραήλ, αναφορικά με τα επίπεδα μείωσης της εξάπλωσης μετά τους μαζικούς εμβολιασμούς. Όπως επίσης, ο ταχύτατος ρυθμός εμβολιασμού μας δίνει νέα δεδομένα για τις συμπτωματικές λοιμώξεις μετά τον εμβολιασμό και την πραγματική αποτελεσματικότητα του εμβολίου. Και βλέπουμε πως η αποτελεσματικότητα είναι πραγματικά υψηλή.

Σύντομα, θα ξέρουμε και εάν μεταδίδουμε τον ιό μετα τον εμβολιασμό. Η συστηματική καταγραφή των δεδομένων από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές είναι η βάση της καλής επιδημιολογικής επιτήρησης και μας δίνει τη δυνατότητα να αισιοδοξούμε.