Reuters: Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται για τη μετάβαση σε μία νέα φάση της πανδημίας

Σύμφωνα με έγγραφο που φέρνει στη δημοσιότητα το Reuters, η Ευρωπαϊκη Επιτροπή (Κομισιόν) είναι έτοιμη να πει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει περάσει σε μία νέα εποχή της πανδημίας (post-emergency), κατά την οποία οι διαγνωστικοί έλεγχοι (testing) πρέπει να είναι στοχευμένοι και η παρακολούθηση των κρουσμάτων COVID πρέπει να είναι παρόμοια με το σύστημα επιτηρησης για τη γρίπη.

Αυτή η αλλαγή έρχεται εν μέσω μίας σταδιακής πτώσης των κρουσμάτων και των θανάτων COVID, χάρη στη διασπορά της λιγότερο λοιμογόνου παραλλαγής Όμικρον και την ανοσοποίηση που ξεπερνάει το 70% στον πληθυσμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον μισό πληθυσμό να έχει επίσης λάβει αναμνηστική δόση.

«Αυτή η επικοινωνία προωθεί μία προσέγγιση για τη διαχείριση της πανδημίας τους επόμενους μήνες, καθώς μετακινούμαστε από μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε μία πιο βιώσιμη κατάσταση» αναφέρει το προσχέδιο που φέρνει στο φως το Reuters.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είναι υπεύθυνος για να κηρύξει την αρχή και το τέλος της πανδημίας, μία κίνηση που έχει σημαντικές νομικές επιπτώσεις για μία μεγάλη γκάμα τομέων, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστών και των παραγωγών εμβολίων. Η υπηρεσία του ΟΗΕ είπε ότι η πανδημία δεν έχει τελειώσει.

Το έγγραφο προειδοποιεί τις κυβερνήσεις να είναι σε εγρήγορση

Το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι δεσμευτικό και έρχεται με σαφείς προειδοποιήσεις ότι η «COVID-19 είναι εδώ για να μείνει», με πιθανή ανάδυση νέων στελεχών και γι αυτό είναι «απαραίτητη να είμαστε προετοιμασμένοι και σε εγρήγορση».

Το έγγραφο, που έχει σχεδιαστεί από την Επίτροπο Υγείας, Στέλλα Κυριακίδου και αναμένεται να υιοθετηθεί την Τετάρτη, προειδοποιεί ότι νέα κύματα είναι πιθανά και συστήνει στις κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κρατήσουν ψηλά τα επίπεδα προσοχής τους και να είναι έτοιμες να επιστρέψουν σε μέτρα έκτακτης ανάγκης, αν χρειαστεί.

Ξεκινάει μία νέα φάση της πανδημίας

Ωστόσο, επίσης αναγνωρίζει ότι έχει ξεκινήσει μία νέα φάση και ότι μία νέα προσέγγιση χρειάζεται για την παρακολούθηση της πανδημίας.

Αυτό σημαίνει ότι οι μαζικοί διαγνωστικοί έλεγχοι, όπου τα άτομα με συμπτώματα και οι επαφές τους πρέπει να υποβάλλονται σε τεστ, έχει ήδη εγκαταλειφθεί σε ορισμένα κράτη της ΕΕ, σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές που εφαρμόζονται επί του παρόντος στην Κίνα, όπου οι μεγάλες πόλεις υπόκεινται σε lockdown και τακτικά μαζικά τεστ μετά τον εντοπισμό λίγων κρουσμάτων.

Η Επιτροπή αναγνωρίζει αυτή τη στροφή και σημειώνει ότι το μικρότερο testing θα μπορούσε να κάνει πιο δύσκολη την ερμηνεία επιδημιολογικών δεδομένων.

Στοχευμένα διαγνωστικά τεστ

«Θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή στοχευμένα διαγνωστικά τεστ», αναφέρει το προσχέδιο του εγγράφου, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να σχεδιαστούν νέες στρατηγικές δοκιμών ώστε να διασφαλίζεται ότι θα συνεχίσουν να παρέχουν χρήσιμες ενδείξεις για τις επιδημιολογικές τάσεις.

Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να προσδιορίζονται ομάδες προτεραιότητας για διαγνωστικά τεστ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται κοντά σε κρούσματα, των ατόμων που κινδυνεύουν να αναπτύξουν σοβαρή COVID-19 και του ιατρικού προσωπικού και άλλων που βρίσκονται σε τακτική επαφή με ευάλωτους πληθυσμούς.

Η επιτήρηση του ιού θα πρέπει επίσης να προσαρμοστεί, με αυξημένη εστίαση στη γονιδιωματική αλληλουχία για τον εντοπισμό πιθανών νέων παραλλαγών και λιγότερη προσοχή στη μαζική αναφορά κρουσμάτων.

«Ο στόχος της επιτήρησης δεν θα πρέπει πλέον να βασίζεται στον εντοπισμό και την αναφορά όλων των περιπτώσεων, αλλά μάλλον στην απόκτηση αξιόπιστων εκτιμήσεων για την ένταση της κοινοτικής μετάδοσης, τον αντίκτυπο της σοβαρής ασθένειας και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου», αναφέρει το έγγραφο.

Προτείνει τη δημιουργία ενός συστήματος επιτήρησης παρόμοιου με αυτό που χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της εποχικής γρίπης, στο οποίο περιορισμένος αριθμός επιλεγμένων παρόχων υγειονομικής περίθαλψης συλλέγει και μοιράζεται σχετικά δεδομένα.

Τα εμβόλια εξακολουθούν να παραμένουν απαραίτητα για την καταπολέμηση του COVID-19, αναφέρει το έγγραφο, συνιστώντας στα κράτη να εξετάσουν στρατηγικές για την ενίσχυση του εμβολιασμού σε παιδιά ηλικίας πέντε ετών και άνω πριν από την έναρξη της επόμενης σχολικής χρονιάς.

Η Επιτροπή προειδοποιεί ότι οι εμβολιασμοί είναι κάτω του 15% στα παιδιά μεταξύ 5 και 9 ετών, τη μικρότερη ηλικιακή ομάδα για την οποία έχουν εγκριθεί τα εμβόλια κατά του COVID-19 στην Ευρώπη. Αυτό συγκρίνεται με πάνω από το 70% των εφήβων ηλικίας 15 έως 17 ετών, λέει το έγγραφο.