Η ιστορία της ινσουλίνης

Γράφει ο Γιώργος Κιοσές, Φαρμακοποιός – Συγγραφέας

Η ινσουλίνη παρασκευάστηκε εργαστηριακά μόλις πριν από 100 χρόνια, περίπου, και πρόσφερε χρόνια ζωής σε ανθρώπους, που μέχρι τότε ήταν καταδικασμένοι, ενώ στην πορεία άλλαξε την καθημερινότητα των διαβητικών προς το καλύτερο, μ’ ένα σημαντικό σταθμό σε αυτήν την εξέλιξη να έρχεται στα μέσα της δεκαετίας του 1950, όταν τα δισκία για την ίδια ασθένεια μπήκαν ως όπλα στη φαρέτρα του γιατρού.

Πόσο σημαντική ήταν η πρόοδος που έφερε η ινσουλίνη;

Αρκεί να σκεφτεί κανείς, ότι το 1897 το μέσο προσδόκιμο ζωής για ένα διαβητικό παιδί 10 ετών ήταν μόλις ένα έτος, στα 30 χρόνια βίου ήταν μόλις 4 έτη, ενώ ο διαβητικός στα 50 είχε προσδόκιμο ζωής 8 έτη.

Με την ανακάλυψη της ινσουλίνης τα χρόνια, που θα ζούσαν τα παραπάνω άτομα, ήταν 45 για το παιδί, 30 για τον ενήλικα 30 ετών, ενώ ο 50άρης διαβητικός είχε μπροστά άλλη μία 16ετία, κατά μέσο όρο.

Σήμερα, σε περιπτώσεις συμμόρφωσης, με σωστή διατροφή, άσκηση και συστηματική φαρμακευτική αγωγή το προσδόκιμο ζωής διαφοροποιείται ελάχιστα για τον διαβητικό από έναν άλλο άνθρωπο χωρίς την ασθένεια.

Η αρχαιότερη περιγραφή του διαβήτη αναφέρεται σε έναν αιγυπτιακό πάπυρο το 1552 π.Χ. όπου καταγράφεται ως σύμπτωμα της ασθένειας η συχνή ούρηση.

Το 500 π.Χ. περιγράφουν αυξημένο σάκχαρο στα ούρα σε παχύσαρκα άτομα.

Το 250 π.Χ. ο Απολλώνιος Μέμφις πιστώνεται τη χρήση της λέξης «ΔΙΑΒΗΤΗΣ» για την περιγραφή ενός από τα κύρια χαρακτηριστικά της ασθένειας που ο οργανισμός λειτουργεί ως «σιφόνι» αποβάλλοντας περισσότερα υγρά απ’ όσα μπορεί να καταναλώσει.

Το 164 μ.Χ. ο Έλληνας γιατρός Γαληνός διαγιγνώσκει τον διαβήτη ως ασθένεια των νεφρών.

Το 1776 παρατηρούν ότι ο διαβήτης είναι μοιραίος για τη ζωή ορισμένων ανθρώπων, ενώ για κάποιους άλλους είναι μια χρόνια κατάσταση. Είναι δε η πρώτη φορά που γίνεται διάκριση του διαβήτη Ι και ΙΙ.

Το 1909 ο Βέλγος De Mayer προτείνει το όνομα ινσουλίνη που λατινικά σημαίνει (νησίδα, νησί) για την άγνωστη ουσία του παγκρέατος. Το 1921 ανακαλύπτεται η ινσουλίνη και το 1922 δοκιμάζεται σ’ ένα παιδί 14 ετών και το 1923 η εταιρεία Eli-Lilly ξεκινά τη μαζική παραγωγή και ονομάζει το προϊόν «isletin – ινσουλίνη» ενώ το 1930 παρουσιάζεται η πρώτη μακράς διάρκειας ινσουλίνη.

Το μεγάλο πρόβλημα για το πότε και σε ποια ποσότητα θα έπρεπε να χορηγηθεί η ινσουλίνη έδωσαν οι μετρητές σακχάρου πρώτα στα ούρα και κατόπιν στο αίμα.

Οι πρώτες δοκιμές για την μέτρηση σακχάρου στα ούρα έγιναν το 1925, όταν σταγόνες ούρων αναμίχθηκαν με βενεδικτίνη σε βραστό νερό για 5 λεπτά. Το χρώμα αποδεικνύει την ύπαρξη μικρής ή μεγάλης ποσότητας σακχάρου.

Το 1964 άρχισαν να χρησιμοποιούνται οι πρώτες ταινίες μέτρησης σακχάρου στο αίμα, όταν τοποθετείται μια σταγόνα αίμα για ένα λεπτό σε λωρίδα ειδικού χαρτιού και κατόπιν ξεπλενόταν και γινόταν σύγκριση χρωμάτων για μια πρόχειρη ένδειξη της γλυκόζης στο αίμα.

Το 1970 ο πρώτος μετρητής σακχάρου στο αίμα κόστιζε 500 δολάρια ενώ από το 1983 και μετά άρχισαν να χρησιμοποιούνται και οι εξελισσόμενοι μέχρι σήμερα μετρητές αυτοέλεγχου του σακχάρου από τους διαβητικούς.

Πριν ολοκληρώσω την ιστορία της ινσουλίνης θα ήθελα να αναφερθώ στην πρώτη εμφάνιση των δισκίων για τη θεραπεία του διαβήτη τα οποία χρησιμοποιούνται είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με την ινσουλίνη.

Τα πρώτα δισκία εμφανίστηκαν στην αγορά της Αμερικής και κατόπιν σε όλον τον κόσμο στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και βοήθησαν στη μείωση της γλυκόζης στο αίμα.

Στην Ελλάδα ήρθαν αυτά τα φάρμακα στα τέλη της δεκαετίας του 1950.

Από τα πρώτα που ήρθαν στη χώρα μας και τα οποία αναφέρονται μέσα από τις καταχωρήσεις στον τύπο και υπάρχουν στο βιβλίο μου «1950 – 1970 το φάρμακο μέσα από την διαφήμιση» είναι το σκεύασμα ARTOSIN της εταιρείας Boehringer καθώς δύο φάρμακα της εταιρείας Δαμβέργη, το DIABEX και NEODIABEX.

Με διαφορετικές δραστικές ουσίες είχαν επάνω στη συσκευασία τους ένα μεγάλο Χ σε μια σύριγγα, όπως φαίνεται στην καταχώρηση που υπάρχει στο βιβλίο, με σκοπό να δείξουν ότι πλέον δεν χρειάζεται η ινσουλίνη ως αποκλειστικό φάρμακο.

Το 1960 η εταιρεία Hoecshet κυκλοφορεί στη χώρα μας το σκεύασμα υπό μορφή δισκίων, το Rastinon.

Από κει και πέρα με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου στις προηγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες ο διαβήτης αυξήθηκε σε ποσοστά που σήμερα πλέον αφορούν περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού όμως ευτυχώς η έρευνα και η ανάπτυξη φαρμάκων για τον διαβήτη έφερε και νέα φάρμακα έτσι ώστε ο ρυθμισμένος διαβητικός με τη συμμόρφωση σε όλα αυτά που πρέπει να τηρεί ως πάσχων να έχει τη δυνατότητα ενός προσδόκιμου ζωής ίδιου με εκείνο ενός μη διαβητικού ατόμου.

Ας επανέλθω όμως στην ινσουλίνη για να ολοκληρώσω το αφιέρωμά μου σ’ ενα από τα κορυφαία φάρμακα στην ιστορία της φαρμακευτικής επιστήμης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 η ανάπτυξη της τεχνολογίας του DNA επέτρεψε τη δημιουργία ενός τύπου γενετικά τροποποιημένης ανθρώπινης ινσουλίνης.

Το 1986 αναπτύχθηκε η πέννα ινσουλίνης η οποία σταδιακά αντικατέστησε την κλασική σύριγγα με τη βελόνα ενώ το 1996 εγκρίθηκε η πρώτη ανασυνδυασμένη ανθρώπινη ινσουλίνη.

Από εκεί και πέρα είναι πλέον γνωστό ότι σήμερα υπάρχουν διαθέσιμοι όλοι οι τύποι ινσουλίνης σε μορφές χορήγησης πολύ φιλικές για τον άνθρωπο έτσι ώστε με την ιατρική συμβουλή, τη σωστή φαρμακευτική αγωγή αλλά και την ορθή διατροφή και την κατάλληλη άσκηση, ο διαβητικός τύπου Ι αλλά και ο διαβητικός που πάσχει από διαβήτη τύπου ΙΙ να μπορούν να ρυθμίζουν σωστά το σάκχαρό τους.

Η σωστή ρύθμιση μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο των επιπλοκών στα μάτια σε ποσοστό 76%, στους νεφρούς κατά 50% και στο νευρικό σύστημα μέχρι 60%. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ο διαβητικός με τα «όπλα» που έχει σήμερα στη διάθεσή του μπορεί να ζήσει μια καθόλα φυσιολογική ζωή, κάτι που σε μεγάλο ποσοστό το οφείλει και στην ινσουλίνη.