Λοιμώξεις: Ελλείψεις σε απαραίτητα αντιβιοτικά – Χωρίς «όπλα» τα νοσοκομεία κατά των ανθεκτικών μικροβίων
Το ανθεκτικό μικρόβιο Acinetobacter συγκαταλέγεται στην ισχυρή «αρνητική» τριάδα των νοσοκομειακών μικροβίων που ευθύνονται για το 50% των λοιμώξεων που καταγράφονται σε νοσηλευόμενους στην Ελλάδα – τα άλλα δύο είναι η Klebsiella και η Pseudomonas aeruginosa. Ωστόσο, η μάχη που καλούνται να δώσουν οι Έλληνες γιατροί έναντι των νοσοκομειακών λοιμώξεων από Acinetobacter και άλλα πολυανθεκτικά μικρόβια, είναι άνιση. Κι αυτό διότι πολύ συχνά δεν έχουν στη διάθεσή τους την κατάλληλη αντιβιοτική θεραπεία τον κατάλληλο χρόνο, ακριβώς όταν ο ασθενής τη χρειάζεται και πρέπει να τη λάβει.
Τρία αντιμικροβιακά φάρμακα που στοχεύουν τις σοβαρές λοιμώξεις από Acinetobacter βρίσκονται σε έλλειψη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων, την πρόσβαση των ασθενών σε φάρμακα, το δικαίωμα στην έγκαιρη και αποτελεσματική θεραπεία μέσα σε ένα νοσοκομείο, τη μοιραία έκβαση των νοσηλευόμενων.
Ο κατάλογος των ελλείψεων σε αντιμικροβιακά φάρμακα, που κρίνονται απαραίτητα και αναντικατάστατα από τους λοιμωξιολόγους, περιλαμβάνει τουλάχιστον 15 σκευάσματα, όλα δραστικά «όπλα» για τη διαχείριση των νοσοκομειακών λοιμώξεων, είτε πρόκειται για παλαιά και φθηνά φάρμακα είτε για νέα και συνεπώς πιο ακριβά. Από τα δοκιμασμένα και αποτελεσματικά αντιβιοτικά αζτρεονάμη, σουλβακτάμη και πενικιλλίνη μέχρι τη νέας γενιάς αντιμικροβιακή δραστική ουσία σεφιδεροκόλη, τα σκευάσματα αυτού του καταλόγου είναι αρκετά.
Το σοβαρό ζήτημα που έχει ανακύψει, απασχολεί τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) και το υπουργείο Υγείας. Μάλιστα, ο ΕΟΔΥ έχει απευθυνθεί στην Ελληνική Εταιρία Λοιμώξεων ζητώντας αναλυτικά στοιχεία για τις ελλείψεις των νοσοκομειακών αντιβιοτικών, στο πλαίσιο της επικαιροποίησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τη Μικροβιακή αντοχή εντός και εκτός νοσοκομείων. Ελλείψεις καταγράφονται και σε σκευάσματα για τη θεραπεία της φυματίωσης, η οποία χαρακτηρίστηκε πρόσφατα από το ECDC ως «σιωπηλή πανδημία» μέσα στην πανδημία κορωνοϊού, με 7.000 θανάτους στην Ευρώπη.
Γιατί είναι σε έλλειψη τα αντιμικροβιακά φάρμακα
«Η περιορισμένη ή σποραδική διαθεσιμότητα σημαντικών αντιμικροβιακών φαρμάκων στη χώρα έχει εξελιχθεί σε μείζον πρόβλημα στο νοσοκομειακό κλινικό έργο. Η χορήγηση του φαρμάκου, ανάλογα με τη λοίμωξη, πρέπει να γίνεται ακριβώς τη στιγμή που το χρειάζεται ο ασθενής. Η Εταιρία γνωρίζει εις βάθος το πρόβλημα, το αναδεικνύει μέσω των θεσμικών οδών και συνεργάζεται με τις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους, ευελπιστώντας στην επίλυσή του» λέει στο ΘΕΜΑ, ο καθηγητής Παθολογικής Φυσιολογίας-Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Λοιμώξεων, Νικόλαος Σύψας.
Όπως εξηγεί, οι ελλείψεις εντοπίζονται είτε σε παλαιά αντιβιοτικά, εκτός πατέντας και επομένως με πολύ χαμηλή τιμή, λίγων ευρώ, τα οποία δεν είναι άμεσα διαθέσιμα λόγω έλλειψης εμπορικού ενδιαφέροντος, είτε σε καινοτόμα υψηλού κόστους φάρμακα, αδειοδοτημένα μεν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, αλλά όχι ακόμα διαθέσιμα στην Ελλάδα.
Αυτό που περιλαμβάνει η σκληρή πραγματικότητα σε πολλές κλινικές και Μονάδες νοσοκομείων είναι εκκλήσεις των γιατρών προς τους φαρμακοποιούς να βρεθεί όσο πιο γρήγορα γίνεται το αντιβιοτικό, ανάλογα με το μικρόβιο που έχει εντοπιστεί στον νοσηλευόμενο. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι εκκλήσεις συνεχίζονται στο πεδίο των νοσοκομειακών φαρμακοποιών, οι οποίοι σε ένα άτυπο δίκτυο τροφοδοσίας προσπαθούν να εξασφαλίσουν το φάρμακο για τον εκάστοτε νοσηλευόμενο, ανεξάρτητα από το πού νοσηλεύεται.
Συχνά αυτό δεν έχει αποτέλεσμα. Τότε ο νοσοκομειακός φαρμακοποιός θα πρέπει να απευθυνθεί στο Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) για να ζητήσει το φάρμακο υποβάλλοντας τεκμηριωμένη αναφορά. Ο ΕΟΦ θα πρέπει να γνωματεύσει ότι πρόκειται για εγκεκριμένο φάρμακο και στη συνέχεια το ΙΦΕΤ θα κάνει την αγορά και την εισαγωγή του.
Πώς θα καλυφθούν οι ασθενείς
Όπως είναι προφανές, η διαδικασία θα διαρκέσει τουλάχιστον κάποιες ημέρες, στην καλύτερη περίπτωση. Στη διάρκειά της ο ασθενής θα δίνει τη δική του μάχη με το μικρόβιο, με όσα μέσα μπορούν να του προσφέρουν οι γιατροί. Εάν και όταν εξασφαλιστεί το αντιβιοτικό, η διακίνησή του γίνεται με βάση τα αιτήματα που έχουν υποβληθεί από τα νοσοκομεία.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα καλυφθεί ο ασθενής που το χρειαζόταν, καθώς μπορεί να έχει καταλήξει (σε ασθενείς με σοβαρές / κρίσιμες λοιμώξεις η επιβίωση εξαρτάται από την άμεση χορήγηση του κατάλληλου αντιβιοτικού) ή σπανιότερα να έχει πάρει εξιτήριο. Για παράδειγμα, η αζτρεονάμη παραγγέλνεται και παραδίδεται στο νοσοκομείο κατά μέσον όρο 2-4 εβδομάδες αργότερα. Σημειωτέον ότι η δυσεύρετη αζτρεονάμη, αξίας μερικών ευρώ, θεωρείται μοναδική και αναντικατάστατη επιλογή σε ασθενείς με βακτηριαιμία, πνευμονία ή άλλη σοβαρή λοίμωξη από πολυανθεκτικά Gram-αρνητικά παθογόνα.
Η ανάγκη για ετήσιο, συνολικό και κεντρικό προγραμματισμό προβάλλεται ως μονόδρομος από όλους όσοι βρίσκονται σε αυτό το πεδίο. Οι λοιμωξιολόγοι, ως καθ’ ύλην αρμόδιοι στη διάγνωση των νοσοκομειακών λοιμώξεων και τη χορήγηση του κατάλληλου αντιβιοτικού, θεωρούν πως το «οπλοστάσιό» τους μπορεί να ενισχυθεί με δύο τρόπους και σε δύο χρονικές φάσεις.
Άμεσα πρέπει το υπουργείο Υγείας με τις αρμόδιες υπηρεσίες και Οργανισμούς, όπως ο ΕΟΦ, να δημιουργήσει απόθεμα από τα αντιβιοτικά αυτά, ώστε να είναι δυνατή η άμεση προμήθεια και χορήγηση τους στους ασθενείς, όταν τα χρειάζονται. Προτείνουν, μάλιστα, ως δικλείδα ασφαλείας για τη σωστή και συνετή χρήση των αντιβιοτικών την ίδρυση Επιτροπής στο πρότυπο εκείνης που εγκρίνει τα αντιικά φάρμακα για τον κορωνοϊό, και η οποία θα εγκρίνει τα τεκμηριωμένα αιτήματα των νοσοκομειακών γιατρών.
Για την κάλυψη των μακροπρόθεσμων αναγκών, ωστόσο, οι επιστήμονες υποδεικνύουν την αξιοποίηση της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας στην παραγωγή των φθηνών αντιβιοτικών φαρμάκων. Από την πλευρά του, το υπουργείο Υγείας εξετάζει την αύξηση της τιμής των φθηνών φαρμάκων, έστω κατά ελάχιστα ευρώ, ώστε να έχει η φαρμακοβιομηχανία για την παραγωγή και τη διάθεσή τους.