Ο κορονοϊός «πληγώνει» ποικιλοτρόπως. Όπως συμπεραίνει μελέτη Ελλήνων επιστημόνων, οι ασθενείς που νοσηλεύονται με Covid19 εμφανίζουν διαταραχή ύπνου, συμπτώματα κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής.
Την πλειονότητα των ασθενών που έχει «χτυπήσει» ο κορονοϊός απασχολεί η διαταραχή ύπνου, ενώ κρίνεται σημαντικό να αξιολογείται η παρουσία συμπτωμάτων ενδεικτικών κατάθλιψης ή αγχώδους διαταραχής και να καθοδηγείται η φροντίδα της ψυχικής τους υγείας με έγκαιρη παρέμβαση.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη των Δ. Σιώπη, Χρ. Καραχρήστου, Γ. Μπαμπαλή, Ε. Παπαδοπούλου από την Πνευμονολογική Κλινική ΕΣΥ του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» και Θ. Κοντακιώτη από την Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική του ίδιου Νοσοκομείου, με τίτλο «Ψυχική επιβάρυνση νοσηλευομένων ασθενών με σοβαρή νόσο Covid19 και συσχετιζόμενοι παράγοντες» η οποία παρουσιάζεται στο 4ο Πανελλήνιο Συνέδριο Νοσημάτων Θώρακος.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε από το Νοέμβριο του 2020 έως τον Ιανουάριο του 2021 και αξιολογήθηκαν νοσηλευόμενοι αρνητικοποιημένοι Covid19 ασθενείς της Πνευμονολογικής Kλινικής, ένα με δύο 24ωρα προ της εξόδου τους.
Κορονοϊός: Οι «ύπουλοι» κίνδυνοι
Προηγήθηκε νοσηλεία τους σε τμήμα πανδημίας και για ορισμένους σε ΜΕΘ. Συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη 54 ασθενείς, 19 γυναίκες (55,9%) και 15 άνδρες (44,1%), ηλικίας 63,23±12,09 ετών (35 έως 88 έτη). Η μέση συνολική διάρκεια νοσηλείας τους ήταν 26,02±16,48 ημέρες, ενώ οι 13 (38,2%) νοσηλεύτηκαν σε Μ.Ε.Θ. με μέση διάρκεια νοσηλείας 18,3±12,16 ημέρες
Η παρουσία συμπτωμάτων κατάθλιψης αξιολογήθηκε με το ερωτηματολόγιο κατάθλιψης Beck-ΙΙ( Beck Depression Inventory ) από το οποίο προέκυψε ότι το 26,5% των ασθενών παρουσίασε αρνητική διαταραχή, το 35,3% ήπια διαταραχή διάθεσης, το 32,4% καταθλιπτική διαταραχή και το 5,9% σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή. Ειδικά για τη διαταραχή ύπνου, θετικά απάντησε το 91,2% των ασθενών.
Διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση της βαθμολογίας με το γυναικείο φύλο και το ιστορικό κατάθλιψης ενώ δεν καταγράφηκε συσχέτιση με τη διάρκεια νοσηλείας, τη νοσηλεία σε ΜΕΘ, την ηλικία, το ιστορικό υπέρτασης και σακχαρώδους διαβήτη.
πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ