Η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου, αναφέρθηκε στη χρησιμότητα των τεστ αντισωμάτων και εξήγησε γιατί δεν γίνεται ατομική χρήση τους από τους πολίτες.
Στα τεστ αντισωμάτων αναφέρθηκε κατά την ενημέρωση για το σχέδιο εμβολιαστικής κάλυψης η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου.
Σε ερώτηση που αφορούσε το αν θα μπορούσε να γίνει αξιοποίηση των τεστ και αν θα είχε νόημα αυτά να διεξάγονται, έτσι ώστε να γνωρίζει ο καθένας – εν προκειμένω η ερώτηση έφερε σαν παράδειγμα τους υγειονομικούς – αν χρειάζεται εμβολιασμό ή χορήγηση τρίτης δόσης.
«Το τεστ των αντισωμάτων, η δοκιμασία ελέγχου εξαρχής φάνηκε ότι είναι χρήσιμη για μελέτες οροεπιδημιολογικές. Όχι για χρησιμοποίηση σε ατομικό επίπεδο. Κατ’ επανάληψη έχετε ακούσει ότι δεν συστήνεται ο προσδιορισμός των αντισωμάτων. Δεν αποτελεί και δεν θα αποτελέσει πρακτική να γίνεται προσδιορισμός αντισωμάτων έτσι ώστε κάποιος να κάνει ένα εμβόλιο. Οι μελέτες έχουν δείξει τη ροπή μείωσης των αντισωμάτων στο εξάμηνο για αυτό και ο χρόνος για τη χορήγηση αναμνηστικής δόσης είναι μετά από έξι ή οκτώ μήνες», απάντησε η κ. Θεοδωρίδου.
Η τρίτη δόση θα είναι καθοριστικής σημασίας για τους υγειονομικούς
Επιπλέον η κ. Θεοδωρίδου έκανε τη διαπίστωση ότι η τρίτη δόση εμβολίου θα είναι καθοριστική για τους υγειονομικούς.
Όπως είπε για να παραμείνει αποτελεσματικό το εμβόλιο και να αποφευχθούν λοιμώξεις από τον ιό στο νοσοκομειακό και στο οικογενειακό περιβάλλον των υγειονομικών καθώς και για να μην επιβαρύνουν το σύστημα απουσιάζοντας από την εργασία τους, είναι πιθανό να μπουν σε προτεραιότητα όσον αφορά την τρίτη δόση του εμβολίου.
Μάλιστα έκανε αναφορά σε αμερικανική μελέτη σε 227 επαγγελματίες υγείας από τους οποίους 130, ποσοστό 57,3% ήταν θετικοί στον μοριακό έλεγχο κάτι που δείχνει ότι με τον καιρό η αποτελεσματικότητα του εμβολίου μειώθηκε στο 65% από 90% που ήταν πριν την εμφάνιση της μετάλλαξης Δέλτα.
Αναφερόμενη για μία ακόμη φορά στην ανάγκη τρίτης δόσης εμβολίου, επανέλαβε ότι αυτή θα αρχίσει να χορηγείται στους ανοσοκατασταλμένους αλλά και σε όσους διαμένουν σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων.
Επίσης μία άλλη κατηγορία που βρίσκεται σε προτεραιότητα όσον αφορά την τρίτη δόση είναι όσοι είναι ηλικίας άνω των 60 ετών. Η ίδια αναφερόμενη στην περίοδο που πρέπει να γίνεται η τρίτη δόση είπε ότι για τους ανοσοκατεσταλμένους αυτό μπορεί να συμβεί και τέσσερις εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση ενώ για τον υπόλοιπο πληθυσμό, είπε ότι η δόση μπορεί να γίνει έξι έως οκτώ μήνες μετά από τη δεύτερη δόση των mRNA εμβολίων.
Ωστόσο παρατήρησε ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να συζητούμε την τρίτη δόση όσον αφορά τον γενικό πληθυσμό, ενώ όταν ρωτήθηκε για το αν τα τεστ αντισωμάτων μπορούν να δείξουν ποιοι πραγματικά χρειάζονται την τρίτη δόση, είπε ότι τα τεστ αντισωμάτων εξαρχής χρησιμοποιήθηκαν για επιστημονικούς λόγους και όχι σε ατομικό επίπεδο και πρόσθεσε ότι «δεν συστήνεται ο προσδιορισμός των αντισωμάτων καθώς δεν αποτελεί και δεν θα αποτελέσει πρακτική για το αν θα πρέπει κάποιος να κάνει το εμβόλιο ή όχι».
Η κ. Θεοδωρίδου έκανε επίσης ιδιαίτερη αναφορά στις πιθανές αλλεργικές αντιδράσεις από τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού παραθέτοντας τα στοιχεία ισραηλινής μελέτης στην οποία αξιολογήθηκαν περισσότερα από 400 άτομα με κίνδυνο για αλλεργική αντίδραση. Όπως είπε η ίδια από τα άτομα αυτά, μόνο 1% είχε ήπια αλλεργική αντίδραση και 0,7% αναφυλακτική αντίδραση, η οποία όμως αντιμετωπίστηκε, τονίζοντας ότι το 98% όσων συμμετείχαν στην μελέτη δεν εμφάνισαν καμιά αλλεργική αντίδραση. «Με βάση αυτή τη μελέτη αλλά κι άλλα στοιχεία προκύπτει ότι η συχνότητα αλλεργικής αντίδρασης μετά από τον εμβολιασμό με εμβόλιο της Phizer ορίζεται περίπου στις 4,7 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο εμβολιασμών», είπε.
Όπως παραδέχτηκε στην αρχή της τοποθέτησης της, ο εμβολιασμός παιδιών και εφήβων αποτελεί καθημερινό θέμα συζήτησης στην επιτροπή εμβολιασμών και εξέφρασε την ελπίδα ότι με την ενεργή συμμετοχή των παιδιάτρων, αρκετοί προβληματισμοί και απορίες των γονέων αλλά και των ίδιων των παιδιών, μπορούν να απαντηθούν.
Για μία ακόμη φορά είπε ότι είναι πολύ σημαντική η επικοινωνία με τους παιδιάτρους ώστε να εκλείψουν αντιλήψεις που θέλουν τον εμβολιασμό να επηρεάζει την ανάπτυξη ή το DNA των παιδιών.