Παιδική παχυσαρκία και ύψος: Ποια είναι η σχέση μεταξύ τους
Η παχυσαρκία και οι επιπτώσεις στην υγεία έχουν πάρει διαστάσεις επιδημίας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, 30% του πληθυσμού είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα παιδιά.
Η παχυσαρκία, εκτιμάται από τους ειδικούς ότι δεν οφείλεται κατά 98-99% σε κάποιο παθολογικό πρόβλημα. Ωστόσο οι γενετικοί παράγοντες ευθύνονται κατά 40-85%, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, οι οικονομικοί και οι ψυχαγωγικοί. Καθοριστική είναι η συμβολή του οικογενειακού ιστορικού. Συγκεκριμένα, αν ο ένας από τους δύο γονείς είναι παχύσαρκος, ο κίνδυνος είναι διπλάσιος έως τριπλάσιος στα παιδιά, ενώ οι πιθανότητες 15πλασιάζονται, όταν και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι.
Σημαντικός κίνδυνος που μπορεί να θέσει σε παχυσαρκία ένα παιδί, σύμφωνα με Ομάδα Αμερικανών ερευνητών είναι ότι τα παιδιά που έχουν σχετικά αυξημένο ανάστημα για την ηλικία τους, έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να γίνουν μελλοντικά παχύσαρκα.
Οι ερευνητές με επικεφαλής τον Δρα David S. Freedman, από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, μελέτησαν τα ιατρικά αρχεία 2,8 εκατομμυρίων παιδιών που αρχικά είχαν αξιολογηθεί μεταξύ 2 και 13 ετών. Όταν επαναξιολογήθηκαν κατά μέσο όρο τέσσερα χρόνια αργότερα, τα ψηλότερα παιδιά είχαν υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος, από εκείνα με χαμηλότερο ανάστημα.
Για παράδειγμα, μεταξύ των πιο αδύνατων παιδιών στην αρχή της μελέτης, η συχνότητα της παχυσαρκίας κατά τη δεύτερη εξέταση ήταν πέντε φορές υψηλότερη στα ψηλότερα παιδιά συγκριτικά με τα κοντύτερα (3,1% έναντι 0,6%). Μεταξύ των βαρύτερων παιδιών στην αρχή, τα αντίστοιχα ποσοστά επικράτησης της παχυσαρκίας ήταν 89,5% έναντι 53,4%.
Η σχέση μεταξύ μεγαλύτερου ύψους και παχυσαρκίας στη δεύτερη εξέταση ήταν ισχυρότερη στα παιδιά που στην πρώτη εξέταση ήταν μικρότερα των 7 ετών.
«Καθώς περίπου το ήμισυ αυτής της συσχέτισης είναι ανεξάρτητη από τον αρχικό Δείκτη Μάζας Σώματος του παιδιού, το ύψος μπορεί να είναι ένας απλός τρόπος για να προβλεφθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια ποια παιδιά θα γίνουν παχύσαρκα», σημειώνει ο Δρ. Freedman.
Η μελέτη έχει δημοσιευθεί στο επιστημονικό έντυπο Obesity.