«Κακή» (LDL) χοληστερόλη: Πώς «αλλάζει» κατά τη διάρκεια της ζωής μας
Η χοληστερόλη είναι μία ουσία απαραίτητη για τη ζωή. Ο οργανισμός μας χρησιμοποιεί τη χοληστερόλη για να φτιάξει τη μεμβράνη -δηλαδή το περίβλημα- των κυττάρων, για να συνθέσει διάφορες ορμόνες κ.τ.λ. Ο οργανισμός παίρνει ένα μέρος της χοληστερόλης που χρειάζεται με την τροφή. Ωστόσο, την περισσότερη χοληστερόλη τη φτιάχνει μόνος του.
Η χοληστερόλη κυκλοφορεί με το αίμα μέσα στον οργανισμό. Στο αίμα βρίσκεται συνδεδεμένη με ειδικά «οχήματα μεταφοράς» που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες. Η ολική χοληστερόλη του αίματος αποτελείται από την «κακή» (LDL) χοληστερόλη, την «καλή» (HDL) χοληστερόλη, τη χοληστερόλη των πλούσιων σε τριγλυκερίδια λιποπρωτεϊνών (VLDL), καθώς και τη χοληστερόλη της λιποπρωτεΐνης (α) [Lp(a)]. Η LDL χοληστερόλη, που είναι και η περισσότερη, βρίσκεται στο όχημα μεταφοράς που ονομάζεται LDL και είναι αυτή που κυρίως προκαλεί βλάβη στα αγγεία. Έτσι, όση περισσότερη LDL χοληστερόλη έχουμε, τόσο περισσότερο κινδυνεύουμε να πάθουμε κάποιο καρδιαγγειακό επεισόδιο. Βλάβη στα αγγεία προκαλούν και η VLDL χοληστερόλη, καθώς και η Lp(a).
Κατά τη βρεφική ηλικία τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης είναι ιδιαίτερα χαμηλά (περίπου 30 mg/dL). Στη συνέχεια αυξάνονται προοδευτικά, καθώς μεγαλώνει το παιδί. Στην ηλικία 6-8 ετών μπορεί να γίνει μία πρώτη εκτίμηση των λιπιδίων σε ένα παιδί (ή και νωρίτερα αν συντρέχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος, όπως κληρονομικό ιστορικό ή ευρήματα κατά την εξέταση που παραπέμπουν σε δυσλιπιδαιμία). Στα παιδιά και τους εφήβους θεωρούμε τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης <110 mg/dL ως ιδανικά, 110-130 mg/dL ως οριακά και >130 mg/dL ως αυξημένα. Ορισμένα παιδιά (περίπου 1 στα 200) έχουν αυξημένα επίπεδα LDL χοληστερόλης και θετικό οικογενειακό ιστορικό υπερχοληστερολαιμίας ή/και στεφανιαίας νόσου. Στη περίπτωση αυτή τα παιδιά ή οι έφηβοι πρέπει να εξεταστούν σε ειδικό ιατρείο για την επιβεβαίωση της νόσου της οικογενούς υπερχοληστερολαιμίας και την έναρξη ειδικής αγωγής.
Κατά την ενήλικη ζωή παρατηρείται μία προοδευτική αύξηση της LDL χοληστερόλης που σχετίζεται με την αύξηση της ηλικίας, αλλά και την αλλαγή των διατροφικών συνήθειων και την αύξηση του σωματικού βάρους. Κατά την εγκυμοσύνη, και ιδιαίτερα κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο αυτής, παρατηρείται αύξηση της LDL χοληστερόλης, αλλά και των τριγλυκεριδίων. Χορήγηση υπολιπιδαιμικών φαρμάκων γίνεται πολύ σπάνια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Ιδιαίτερη αύξηση της LDL χοληστερόλης παρατηρείται μετά την εμμηνόπαυση, και επομένως τότε πρέπει να γίνεται έλεγχος των λιπιδίων. Η LDL χοληστερόλη παραμένει περίπου σταθερή έκτοτε, και αρχίζει να ελαττώνεται κατά το τέλος του βίου. Σε κάθε ηλικία, ωστόσο, είναι γνωστό ότι δεν υπάρχουν «φυσιολογικές» τιμές LDL χοληστερόλης, αλλά τιμές-στόχοι με βάση το συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.