Η αποτελεσματικότητα του εμβολίου Covid-19 των Pfizer/BioNTech, όσον αφορά την πρόληψη της νοσηλείας και του θανάτου, παραμένει υψηλή στο 90% επί τουλάχιστον έξι μήνες, ακόμη και έναντι της άκρως μεταδοτικής παραλλαγής Δέλτα του κορονοϊού. Όμως, από την άλλη, η αποτελεσματικότητά του στην αποτροπή μιας νέας λοίμωξης (από οποιαδήποτε παραλλαγή) πέφτει από το 88% στο 47% μετά από ένα πεντάμηνο από τη δεύτερη δόση, σύμφωνα με μια νέα μεγάλη αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές της Pfizer και του ιατρικού κέντρου Kaiser Permanente της Νότιας Καλιφόρνιας, με επικεφαλής την επιδημιολόγο δρα Σάρα Τάρτοφ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό “The Lancet”, σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, τους “Τάιμς της Νέας Υόρκης” και τη “Γκάρντιαν”, ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 3,4 εκατομμύρια ανθρώπους με μέση ηλικία 45 ετών κατά την περίοδο Δεκεμβρίου 2020-Αυγούστου 2021, από τους οποίους το 5,4% είχαν διαγνωστεί με κορονοϊό και από αυτούς το 6,6% είχαν χρειαστεί νοσηλεία.
Η μελέτη βρήκε ότι για τους πλήρως εμβολιασμένους κατά το πρώτο εξάμηνο η αποτελεσματικότητα έναντι της πιθανότητας λοίμωξης ήταν 73% και έναντι νοσηλείας 90%. Η αποτελεσματικότητα έναντι του κινδύνου νοσηλείας λόγω λοίμωξης από το στέλεχος Δέλτα, ανεξαρτήτως ηλικίας, παρέμενε στο 93% έως έξι μήνες.
Όμως η αποτελεσματικότητα έναντι της πιθανότητας λοίμωξης μειωνόταν από το 88% τον πρώτο μήνα μετά τον πλήρη εμβολιασμό, στο 47% μετά από πέντε μήνες. Ειδικότερα, έναντι της Δέλτα, η αποτελεσματικότητα έναντι της πιθανότητας λοίμωξης ήταν 93% κατά τον πρώτο μήνα μετά τη δεύτερη δόση, αλλά μειωνόταν στο 53% μετά από τέσσερις μήνες. Έναντι των άλλων στελεχών του κορονοϊού η αποτελεσματικότητα ήταν 97% τον πρώτο μήνα μετά τον πλήρη εμβολιασμό, αλλά έπεφτε στο 67% μετά από τέσσερις έως πέντε μήνες.
Η μελέτη εκτιμά ότι η μείωση οφείλεται πιθανώς στην εξασθενημένη αποτελεσματικότητα του συγκεκριμένου εμβολίου με την πάροδο του χρόνου, παρά στο ότι η Δέλτα διαφεύγει της ανοσιακής προστασίας, ένα συμπέρασμα που μάλλον συνηγορεί υπέρ της διενέργειας τρίτης ενισχυτικής δόσης μετά από μερικούς μήνες.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ