Η φλεβική θρόμβωση είναι μία σοβαρή επιπλοκή που προκαλεί ο COVID-19

Γράφει ο Νίκος Αλεντζανίδης, Αγγειοχειρουργός της κλινικής «Flebocentr»Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Χειρουργικής. Ιατρικό Ινστιτούτο Κουμπάν

Η θρόμβωση των αγγείων είναι μία από τις σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να προκαλέσει ο COVID-19. Έντονος είναι ο προβληματισμό για τον Covid-19, διότι μπορεί να προσβάλλει και νέους χωρίς συνοσηρότητες και να τους προκαλέσει θανατηφόρες επιπλοκές, όπως διάχυτη ενδαγγειακή πήξη εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση ή πνευμονική εμβολή.

Αυτό οφείλεται στην υπερβολική ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος κατά την καταπολέμηση του ιού, το οποίο παράγει παράγοντες που επηρεάζουν την πηκτικότητα του αίματος όπως το ινωδογόνο (fibrinogen).

Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση ορίζεται ως ο σχηματισμός ενός θρόμβου αίματος σε μια φλέβα του εν τω βάθει συστήματος. Η «βαθιά» φλεβική θρόμβωση είναι μια εν δυνάμει σοβαρή ασθένεια καθώς μπορεί να ευθύνεται για μια μείζονα επιπλοκή, την πνευμονική εμβολή. Ο θρόμβος που βρίσκεται στη φλέβα μπορεί να αποκολληθεί και να φράξει την πνευμονική αρτηρία ή κάποιον από τους κλάδους της, εμποδίζοντας έτσι το αίμα να φτάσει στους πνεύμονες για σωστή οξυγόνωση.

Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες συστάσεις, όλοι οι νοσηλευόμενοι ασθενείς με COVID-19 προφυλάσσονται με ενέσιμες πρωτίστως αντιπηκτικές αγωγές, είτε η νοσηλεία τους είναι σε απλό θάλαμο είτε σε εντατική. Για ασθενείς σε ΜΕΘ κρίνεται αναγκαίο το εξατομικευμένο σχήμα, με υψηλότερες δόσεις αντιπηκτικής αγωγής από τη συνήθη προφυλακτική δόση, σύμφωνα με την κλινική εικόνα και την κρίση του ιατρού.

Σε ασθενείς υψηλού θρομβωτικού κινδύνου (παρατεταμένη ακινητοποίηση, ιστορικό θρόμβωσης, γνωστή θρομβοφιλία, παχυσαρκία, αυτοάνοσα νοσήματα, ιστορικό καρκίνου, παρατεταμένη νοσηλεία σε ΜΕΘ ή με αυξημένους δείκτες φλεγμονής) πιθανώς να χρειάζεται θρομβοπροφύλαξη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (από 15-45 ημέρες) μετά την έξοδο από το νοσοκομείο.

Μέτρα θρομβοπροφύλαξης έχουν προταθεί και για εξωνοσοκομειακούς ασθενείς με COVID-19, ασθενείς δηλαδή που έχουν συμπτώματα, αλλά δεν μπαίνουν σε νοσοκομείο, εφόσον έχουν συνυπάρχουσες παθήσεις ή επιπρόσθετους παράγοντες κινδύνου για θρόμβωση.

Η θρομβοπροφύλαξη δεν κρίνεται απαραίτητη σε ασυμπτωματικούς ασθενείς.